ΔΕΞΙΩΝΟΜΑΙ
I entertain
Passive
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
δεξιώνομαι δεξιωνόμαστε
δεξιώνεσαι δεξιώνεστε, δεξιωνόσαστε
δεξιώνεται δεξιώνονται
Imper
fect
δεξιωνόμουν(α) δεξιωνόμαστε, δεξιωνόμασταν
δεξιωνόσουν(α) δεξιωνόσαστε, δεξιωνόσασταν
δεξιωνόταν(ε) δεξιώνονταν, δεξιωνόντανε, δεξιωνόντουσαν
Aorist δεξιώθηκα δεξιωθήκαμε
δεξιώθηκες δεξιωθήκατε
δεξιώθηκε δεξιώθηκαν, δεξιωθήκαν(ε)
Per
fect
έχω δεξιωθεί έχουμε δεξιωθεί
έχεις δεξιωθεί έχετε δεξιωθεί
έχει δεξιωθεί έχουν δεξιωθεί
Plu
per
fect
είχα δεξιωθεί είχαμε δεξιωθεί
είχες δεξιωθεί είχατε δεξιωθεί
είχε δεξιωθεί είχαν δεξιωθεί
Fut
ure
Cont
inuous
θα δεξιώνομαι θα δεξιωνόμαστε
θα δεξιώνεσαι θα δεξιώνεστε, θα δεξιωνόσαστε
θα δεξιώνεται θα δεξιώνονται
Simp
Fut
θα δεξιωθώ θα δεξιωθούμε
θα δεξιωθείς θα δεξιωθείτε
θα δεξιωθεί θα δεξιωθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω δεξιωθεί θα έχουμε δεξιωθεί
θα έχεις δεξιωθεί θα έχετε δεξιωθεί
θα έχει δεξιωθεί θα έχουν δεξιωθεί
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να δεξιώνομαι να δεξιωνόμαστε
να δεξιώνεσαι να δεξιώνεστε, να δεξιωνόσαστε
να δεξιώνεται να δεξιώνονται
Aorist να δεξιωθώ να δεξιωθούμε
να δεξιωθείς να δεξιωθείτε
να δεξιωθεί να δεξιωθούν(ε)
Perf να έχω δεξιωθεί να έχουμε δεξιωθεί
να έχεις δεξιωθεί να έχετε δεξιωθεί
να έχει δεξιωθεί να έχουν δεξιωθεί
Imper
ative
Pres δεξιώνεστε
Aorist δεξιώσου δεξιωθείτε
Part
iciple
Pres
Perf
Infin Aorist δεξιωθεί