ΒΡΟΝΤΑΩ
I thunder
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
βροντάω, βροντώ βροντάμε, βροντούμε
βροντάς βροντάτε
βροντάει, βροντά βροντάν(ε), βροντούν(ε)
Imper
fect
βροντούσα, βρόνταγα βροντούσαμε, βροντάγαμε
βροντούσες, βρόνταγες βροντούσατε, βροντάγατε
βροντούσε, βρόνταγε βροντούσαν(ε), βρόνταγαν, βροντάγανε
Aorist βρόντηξα βροντήξαμε
βρόντηξες βροντήξατε
βρόντηξε βρόντηξαν, βροντήξαν(ε)
Perf
ect
έχω βροντήξει έχουμε βροντήξει
έχεις βροντήξει έχετε βροντήξει
έχει βροντήξει έχουν βροντήξει
Plu
perf
ect
είχα βροντήξει είχαμε βροντήξει
είχες βροντήξει είχατε βροντήξει
είχε βροντήξει είχαν βροντήξει
Fut
ure
Cont
inuous
θα βροντάω, θα βροντώ θα βροντάμε, θα βροντούμε
θα βροντάς θα βροντάτε
θα βροντάει, θα βροντά θα βροντάν(ε), θα βροντούν(ε)
Simp
Fut
θα βροντήξω θα βροντήξουμε, θα βροντήξομε
θα βροντήξεις θα βροντήξετε
θα βροντήξει θα βροντήξουν(ε)
Fut
Perf
θα έχω βροντήξει θα έχουμε βροντήξει
θα έχεις βροντήξει θα έχετε βροντήξει
θα έχει βροντήξει θα έχουν βροντήξει
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να βροντάω, να βροντώ να βροντάμε, να βροντούμε
να βροντάς να βροντάτε
να βροντάει, να βροντά να βροντάν(ε), να βροντούν(ε)
Aorist να βροντήξω να βροντήξουμε, να βροντήξομε
να βροντήξεις να βροντήξετε
να βροντήξει να βροντήξουν(ε)
Perf να έχω βροντήξει να έχουμε βροντήξει
να έχεις βροντήξει να έχετε βροντήξει
να έχει βροντήξει να έχουν βροντήξει
Imper
ative
Pres βρόντα, βρόνταγε βροντάτε
Aorist βρόντηξε, βρόντα βροντήξτε, βροντήχτε
Part
iciple
Pres βροντώντας
Perf έχοντας βροντήξει
Infin Aorist βροντήξει