| ΑΡΡΑΒΩΝ… I betroth | Active | Passive | |||
|---|---|---|---|---|---|
| Singular | Plural | Singular | Plural | ||
| I N D I C A T I V E | Pres ent | αρραβωνιάζω | αρραβωνιάζουμε, αρραβωνιάζομε | αρραβωνιάζομαι | αρραβωνιαζόμαστε | 
| αρραβωνιάζεις | αρραβωνιάζετε | αρραβωνιάζεσαι | αρραβωνιάζεστε, αρραβωνιαζόσαστε | ||
| αρραβωνιάζει | αρραβωνιάζουν(ε) | αρραβωνιάζεται | αρραβωνιάζονται | ||
| Imper fect | αρραβώνιαζα | αρραβωνιάζαμε | αρραβωνιαζόμουν(α) | αρραβωνιαζόμαστε, αρραβωνιαζόμασταν | |
| αρραβώνιαζες | αρραβωνιάζατε | αρραβωνιαζόσουν(α) | αρραβωνιαζόσαστε, αρραβωνιαζόσασταν | ||
| αρραβώνιαζε | αρραβώνιαζαν, αρραβωνιάζαν(ε) | αρραβωνιαζόταν(ε) | αρραβωνιάζονταν, αρραβωνιαζόντανε, αρραβωνιαζόντουσαν | ||
| Aorist | αρραβώνιασα | αρραβωνιάσαμε | αρραβωνιάστηκα | αρραβωνιαστήκαμε | |
| αρραβώνιασες | αρραβωνιάσατε | αρραβωνιάστηκες | αρραβωνιαστήκατε | ||
| αρραβώνιασε | αρραβώνιασαν, αρραβωνιάσαν(ε) | αρραβωνιάστηκε | αρραβωνιάστηκαν, αρραβωνιαστήκαν(ε) | ||
| Per fect | έχω     αρραβωνιάσει | έχουμε  αρραβωνιάσει | έχω     αρραβωνιαστεί | έχουμε  αρραβωνιαστεί | |
| έχεις αρραβωνιάσει | έχετε αρραβωνιάσει | έχεις αρραβωνιαστεί | έχετε αρραβωνιαστεί | ||
| έχει  αρραβωνιάσει | έχουν αρραβωνιάσει | έχει  αρραβωνιαστεί | έχουν αρραβωνιαστεί | ||
| Plu per fect | είχα   αρραβωνιάσει είχα αρραβωνιασμένο | είχαμε αρραβωνιάσει είχαμε αρραβωνισμένο | είχα   αρραβωνιαστεί ήμουν αρραβωνιασμένος, -η | είχαμε αρραβωνιαστεί ήμαστε αρραβωνιασμένοι, -ες | |
| είχες  αρραβωνιάσει είχες αρραβωνιασμένο | είχατε αρραβωνιάσει είχατε αρραβωνιασμένο | είχες  αρραβωνιαστεί ήσουν αρραβωνιασμένος, -η | είχατε αρραβωνιαστεί ήσαστε αρραβωνιασμένοι, -ες | ||
| είχε  αρραβωνιάσει είχε αρραβωνιασμένο | είχαν αρραβωνιάσει είχαν αρραβωνιασμένο | είχε  αρραβωνιαστεί ήταν αρραβωνιασμένος, -η, -ο | είχαν αρραβωνιαστεί ήταν αρραβωνιασμένοι, -ες, -α | ||
| Fut ure Cont inuous | θα αρραβωνιάζω | θα αρραβωνιάζουμε, | θα αρραβωνιάζομαι | θα αρραβωνιαζόμαστε | |
| θα αρραβωνιάζεις | θα αρραβωνιάζετε | θα αρραβωνιάζεσαι | θα αρραβωνιάζεστε, | ||
| θα αρραβωνιάζει | θα αρραβωνιάζουν(ε) | θα αρραβωνιάζεται | θα αρραβωνιάζονται | ||
| Simp Fut | θα αρραβωνιάσω | θα αρραβωνιάσουμε, | θα αρραβωνιαστώ | θα αρραβωνιαστούμε | |
| θα αρραβωνιάσεις | θα αρραβωνιάσετε | θα αρραβωνιαστείς | θα αρραβωνιαστείτε | ||
| θα αρραβωνιάσει | θα αρραβωνιάσουν(ε) | θα αρραβωνιαστεί | θα αρραβωνιαστούν(ε) | ||
| Fut Perf | θα έχω    αρραβωνιάσει θα έχω αρραβωνιασμένο | θα έχουμε αρραβωνιάσει θα έχουμε αρραβωνιασμένο | θα έχω    αρραβωνιαστεί θα είμαι αρραβωνιασμένος, -η | θα έχουμε αρραβωνιαστεί | |
| θα έχεις αρραβωνιάσει θα έχεις αρραβωνιασμένο | θα έχετε αρραβωνιάσει θα έχετε αρραβωνιασμένο | θα έχεις αρραβωνιαστεί θα είσαι αρραβωνιασμένος, -η | θα έχετε αρραβωνιαστεί θα είστε αρραβωνιασμένοι, -ες | ||
| θα έχει  αρραβωνιάσει θα έχει αρραβωνιασμένο | θα έχουν αρραβωνιάσει θα έχουν αρραβωνιασμένο | θα έχει  αρραβωνιαστεί θα είναι αρραβωνιασμένος, -η, -ο | θα έχουν αρραβωνιαστεί θα είναι αρραβωνιασμένοι, -ες, -α | ||
| S U B J U N C T I V E | Pres ent | να αρραβωνιάζω | να αρραβωνιάζουμε, | να αρραβωνιάζομαι | να αρραβωνιαζόμαστε | 
| να αρραβωνιάζεις | να αρραβωνιάζετε | να αρραβωνιάζεσαι | να αρραβωνιάζεστε, | ||
| να αρραβωνιάζει | να αρραβωνιάζουν(ε) | να αρραβωνιάζεται | να αρραβωνιάζονται | ||
| Aorist | να αρραβωνιάσω | να αρραβωνιάσουμε, | να αρραβωνιαστώ | να αρραβωνιαστούμε | |
| να αρραβωνιάσεις | να αρραβωνιάσετε | να αρραβωνιαστείς | να αρραβωνιαστείτε | ||
| να αρραβωνιάσει | να αρραβωνιάσουν(ε) | να αρραβωνιαστεί | να αρραβωνιαστούν(ε) | ||
| Perf | να έχω     αρραβωνιάσει να έχω αρραβωνιασμένο | να έχουμε  αρραβωνιάσει | να έχω     αρραβωνιαστεί | να έχουμε  αρραβωνιαστεί | |
| να έχεις αρραβωνιάσει | να έχετε αρραβωνιάσει να έχετε αρραβωνιασμένο | να έχεις αρραβωνιαστεί να είσαι αρραβωνιασμένος, -η | να έχετε αρραβωνιαστεί να είστε αρραβωνιασμένοι, -ες | ||
| να έχει  αρραβωνιάσει να έχει αρραβωνιασμένο | να έχουν αρραβωνιάσει να έχουν αρραβωνιασμένο | να έχει  αρραβωνιαστεί | να έχουν αρραβωνιαστεί | ||
| Imper ative | Pres | αρραβώνιαζε | αρραβωνιάζετε | αρραβωνιάζεστε | |
| Aorist | αρραβώνιασε | αρραβωνιάστε | αρραβωνιάσου | αρραβωνιαστείτε | |
| Part iciple | Pres | αρραβωνιάζοντας | αρραβωνιαζόμενος | ||
| Perf | έχοντας αρραβωνιάσει, | αρραβωνιασμένος, -η, -ο | αρραβωνιασμένοι, -ες, -α | ||
| Infin | Aorist | αρραβωνιάσει | αρραβωνιαστεί | ||
