ΑΠΟΘΗΚΕΥΩ I store |
Active |
Passive |
Singular |
Plural |
Singular |
Plural |
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
αποθηκεύω |
αποθηκεύουμε, αποθηκεύομε |
αποθηκεύομαι |
αποθηκευόμαστε |
αποθηκεύεις |
αποθηκεύετε |
αποθηκεύεσαι |
αποθηκεύεστε, αποθηκευόσαστε |
αποθηκεύει |
αποθηκεύουν(ε) |
αποθηκεύεται |
αποθηκεύονται |
Imper fect |
αποθήκευα |
αποθηκεύαμε |
αποθηκευόμουν(α) |
αποθηκευόμαστε |
αποθήκευες |
αποθηκεύατε |
αποθηκευόσουν(α) |
αποθηκευόσαστε |
αποθήκευε |
αποθήκευαν, αποθηκεύαν(ε) |
αποθηκευόταν(ε) |
αποθηκεύονταν |
Aorist |
αποθήκευσα, αποθήκεψα |
αποθηκεύσαμε, αποθηκέψαμε |
αποθηκεύτηκα, αποθηκεύθηκα |
αποθηκευτήκαμε, αποθηκευθήκαμε |
αποθήκευσες, αποθήκεψες |
αποθηκεύσατε, αποθηκέψατε |
αποθηκεύτηκες, αποθηκεύθηκες |
αποθηκευτήκατε, αποθηκευθήκατε |
αποθήκευσε, αποθήκεψε |
αποθήκευσαν, αποθηκεύσαν(ε)
αποθήκεψαν, αποθηκέψαν(ε) |
αποθηκεύτηκε, αποθηκεύθηκε |
αποθηκεύτηκαν, αποθηκευτήκαν(ε)
αποθηκεύθηκαν, αποθηκευθήκαν(ε) |
Per fect |
έχω αποθηκεύσει
έχω αποθηκέψει
έχω αποθηκευμένο |
έχουμε αποθηκεύσει
έχουμε αποθηκέψει
έχουμε αποθηκευμένο |
έχω αποθηκευτεί
έχω αποθηκευθεί
είμαι αποθηκευμένος, -η |
έχουμε αποθηκευτεί
έχουμε αποθηκευθεί
είμαστε αποθηκευμένοι, -ες |
έχεις αποθηκεύσει
έχεις αποθηκέψει
έχεις αποθηκευμένο |
έχετε αποθηκεύσει
έχετε αποθηκέψει
έχετε αποθηκευμένο |
έχεις αποθηκευτεί
έχεις αποθηκευθεί
είσαι αποθηκευμένος, -η |
έχετε αποθηκευτεί
έχετε αποθηκευθεί
είστε αποθηκευμένοι, -ες |
έχει αποθηκεύσει
έχει αποθηκέψει
έχει αποθηκευμένο |
έχουν αποθηκεύσει
έχουν αποθηκέψει
έχουν αποθηκευμένο |
έχει αποθηκευτεί
έχει αποθηκευθεί
είναι αποθηκευμένος, -η, -ο |
έχουν αποθηκευτεί
έχουν αποθηκευθεί
είναι αποθηκευμένοι, -ες, -α |
Plu per fect |
είχα αποθηκεύσει
είχα αποθηκέψει
είχα αποθηκευμένο |
είχαμε αποθηκεύσει
είχαμε αποθηκέψει
είχαμε αποθηκευμένο |
είχα αποθηκευτεί
είχα αποθηκευθεί
ήμουν αποθηκευμένος, -η |
είχαμε αποθηκευτεί
είχαμε αποθηκευθεί
ήμαστε αποθηκευμένοι, -ες |
είχες αποθηκεύσει
είχες αποθηκέψει
είχες αποθηκευμένο |
είχατε αποθηκεύσει
είχατε αποθηκέψει
είχατε αποθηκευμένο |
είχες αποθηκευτεί
είχες αποθηκευθεί
ήσουν αποθηκευμένος, -η |
είχατε αποθηκευτεί
είχατε αποθηκευθεί
ήσαστε αποθηκευμένοι, -ες |
είχε αποθηκεύσει
είχε αποθηκέψει
είχε αποθηκευμένο |
είχαν αποθηκεύσει
είχαν αποθηκέψει
είχαν αποθηκευμένο |
είχε αποθηκευτεί
είχε αποθηκευθεί
ήταν αποθηκευμένος, -η, -ο |
είχαν αποθηκευτεί
είχαν αποθηκευθεί
ήταν αποθηκευμένοι, -ες, -α |
Fut ure Cont inuous |
θα αποθηκεύω |
θα αποθηκεύουμε, θα αποθηκεύομε |
θα αποθηκεύομαι |
θα αποθηκευόμαστε |
θα αποθηκεύεις |
θα αποθηκεύετε |
θα αποθηκεύεσαι |
θα αποθηκεύεστε, θα αποθηκευόσαστε |
θα αποθηκεύει |
θα αποθηκεύουν(ε) |
θα αποθηκεύεται |
θα αποθηκεύονται |
Simp Fut |
θα αποθηκεύσω, θα αποθηκέψω |
θα αποθηκεύσουμε, θα αποθηκεύσομε
θα αποθηκέψουμε, θα αποθηκέψομε |
θα αποθηκευτώ, θα αποθηκευθώ |
θα αποθηκευτούμε, θα αποθηκευθούμε |
θα αποθηκεύσεις, θα αποθηκέψεις |
θα αποθηκεύσετε, θα αποθηκέψετε |
θα αποθηκευτείς, θα αποθηκευθείς |
θα αποθηκευτείτε, θα αποθηκευθείτε |
θα αποθηκεύσει, θα αποθηκέψει |
θα αποθηκεύσουν(ε), θα αποθηκέψουν(ε) |
θα αποθηκευτεί, θα αποθηκευθεί |
θα αποθηκευτούν(ε), θα αποθηκευθούν(ε) |
Fut Perf |
θα έχω αποθηκεύσει
θα έχω αποθηκέψει
θα έχω αποθηκευμένο |
θα έχουμε αποθηκεύσει
θα έχουμε αποθηκέψει
θα έχουμε αποθηκευμένο |
θα έχω αποθηκευτεί
θα έχω αποθηκευθεί
θα είμαι αποθηκευμένος, -η |
θα έχουμε αποθηκευτεί
θα έχουμε αποθηκευθεί
θα είμαστε αποθηκευμένοι, -ες |
θα έχεις αποθηκεύσει
θα έχεις αποθηκέψει
θα έχεις αποθηκευμένο |
θα έχετε αποθηκεύσει
θα έχετε αποθηκέψει
θα έχετε αποθηκευμένο |
θα έχεις αποθηκευτεί
θα έχεις αποθηκευθεί
θα είσαι αποθηκευμένος, -η |
θα έχετε αποθηκευτεί
θα έχετε αποθηκευθεί
θα είστε αποθηκευμένοι, -ες |
θα έχει αποθηκεύσει
θα έχει αποθηκέψει
θα έχει αποθηκευμένο |
θα έχουν αποθηκεύσει
θα έχουν αποθηκέψει
θα έχουν αποθηκευμένο |
θα έχει αποθηκευτεί
θα έχει αποθηκευθεί
θα είναι αποθηκευμένος, -η, -ο |
θα έχουν αποθηκευτεί
θα έχουν αποθηκευθεί
θα είναι αποθηκευμένοι, -ες, -α |
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να αποθηκεύω |
να αποθηκεύουμε, να αποθηκεύομε |
να αποθηκεύομαι |
να αποθηκευόμαστε |
να αποθηκεύεις |
να αποθηκεύετε |
να αποθηκεύεσαι |
να αποθηκεύεστε, να αποθηκευόσαστε |
να αποθηκεύει |
να αποθηκεύουν(ε) |
να αποθηκεύεται |
να αποθηκεύονται |
Aorist |
να αποθηκεύσω, να αποθηκέψω |
να αποθηκεύσουμε, να αποθηκεύσομε
να αποθηκέψουμε, να αποθηκέψομε |
να αποθηκευτώ, να αποθηκευθώ |
να αποθηκευτούμε, να αποθηκευθούμε |
να αποθηκεύσεις, να αποθηκέψεις |
να αποθηκεύσετε, να αποθηκέψετε |
να αποθηκευτείς, να αποθηκευθείς |
να αποθηκευτείτε, να αποθηκευθείτε |
να αποθηκεύσει, να αποθηκέψει |
να αποθηκεύσουν(ε), να αποθηκέψουν(ε) |
να αποθηκευτεί, να αποθηκευθεί |
να αποθηκευτούν(ε), να αποθηκευθούν(ε) |
Perf |
να έχω αποθηκεύσει
να έχω αποθηκέψει
να έχω αποθηκευμένο |
να έχουμε αποθηκεύσει
να έχουμε αποθηκέψει
να έχουμε αποθηκευμένο |
να έχω αποθηκευτεί
να έχω αποθηκευθεί
να είμαι αποθηκευμένος, -η |
να έχουμε αποθηκευτεί
να έχουμε αποθηκευθεί
να είμαστε αποθηκευμένοι, -ες |
να έχεις αποθηκεύσει
να έχεις αποθηκέψει
να έχεις αποθηκευμένο |
να έχετε αποθηκεύσει
να έχετε αποθηκέψει
να έχετε αποθηκευμένο |
να έχεις αποθηκευτεί
να έχεις αποθηκευθεί
να είσαι αποθηκευμένος, -η |
να έχετε αποθηκευτεί
να έχετε αποθηκευθεί
να είστε αποθηκευμένοι, -ες |
να έχει αποθηκεύσει
να έχει αποθηκέψει
να έχει αποθηκευμένο |
να έχουν αποθηκεύσει
να έχουν αποθηκέψει
να έχουν αποθηκευμένο |
να έχει αποθηκευτεί
να έχει αποθηκευθεί
να είναι αποθηκευμένος, -η, -ο |
να έχουν αποθηκευτεί
να έχουν αποθηκευθεί
να είναι αποθηκευμένοι, -ες, -α |
Imper ative |
Pres |
αποθήκευε |
αποθηκεύετε |
|
αποθηκεύεστε |
Aorist |
αποθήκευσε, αποθήκεψε |
αποθηκεύστε, αποθηκεύσετε
αποθηκέψτε, αποθηκέψετε |
αποθηκεύσου |
αποθηκευτείτε, αποθηκευθείτε |
Part iciple |
Pres |
αποθηκεύοντας |
αποθηκευόμενος |
Perf |
έχοντας αποθηκεύσει, έχοντας αποθηκέψει
έχοντας αποθηκευμένο |
αποθηκευμένος, -η, -ο |
αποθηκευμένοι, -ες, -α |
Infin |
Aorist |
αποθηκεύσει, αποθηκέψει |
αποθηκευτεί, αποθηκευθεί |