ΑΠΟΡΩ
I am surprised
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
απορώ απορούμε
απορείς απορείτε
απορεί απορούν(ε)
Imper
fect
απορούσα απορούσαμε
απορούσες απορούσατε
απορούσε απορούσαν(ε)
Aorist απόρησα απορήσαμε
απόρησες απορήσατε
απόρησε απόρησαν, απορήσαν(ε)
Perf
ect
έχω απορήσει έχουμε απορήσει
έχεις απορήσει έχετε απορήσει
έχει απορήσει έχουν απορήσει
Plu
perf
ect
είχα απορήσει είχαμε απορήσει
είχες απορήσει είχατε απορήσει
είχε απορήσει είχαν απορήσει
Fut
ure
Cont
inuous
θα απορώ θα απορούμε
θα απορείς θα απορείτε
θα απορεί θα απορούν(ε)
Simp
Fut
θα απορήσω θα απορήσουμε
θα απορήσεις θα απορήσετε
θα απορήσει θα απορήσουν(ε)
Fut
Perf
θα έχω απορήσει θα έχουμε απορήσει
θα έχεις απορήσει θα έχετε απορήσει
θα έχει απορήσει θα έχουν απορήσει
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να απορώ να απορούμε
να απορείς να απορείτε
να απορεί να απορούν(ε)
Aorist να απορήσω να απορήσουμε, να απορήσομε
να απορήσεις να απορήσετε
να απορήσει να απορήσουν(ε)
Perf να έχω απορήσει να έχουμε απορήσει
να έχεις απορήσει να έχετε απορήσει
να έχει απορήσει να έχουν απορήσει
Imper
ative
Pres απορείτε
Aorist απόρησε απορήστε, απορήσετε
Part
iciple
Pres απορώντας
Perf έχοντας απορήσει
Infin Aorist απορήσει