ΑΠΟΚΤΩ I acquire |
Active |
Passive |
| Singular |
Plural |
Singular |
Plural |
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
αποκτάω, αποκτώ |
αποκτάμε, αποκτούμε |
αποκτιέμαι, αποκτώμαι |
αποκτιόμαστε, αποκτώμαστε, αποκτώμεθα |
| αποκτάς |
αποκτάτε |
αποκτιέσαι, αποκτάσαι |
αποκτιέστε, αποκτιόσαστε, αποκτάστε, αποκτάσθε |
| αποκτάει, αποκτά |
αποκτάν(ε), αποκτούν(ε) |
αποκτιέται, αποκτάται |
αποκτιούνται, αποκτιόνται, αποκτώνται |
Imper fect |
αποκτούσα |
αποκτούσαμε |
αποκτιόμουν(α) |
αποκτιόμαστε, αποκτιόμασταν |
| αποκτούσες |
αποκτούσατε |
αποκτιόσουν(α) |
αποκτιόσαστε, αποκτιόσασταν |
| αποκτούσε |
αποκτούσαν(ε) |
αποκτιόταν(ε) |
αποκτιόνταν(ε), αποκτιούνταν, αποκτιόντουσαν |
| Aorist |
απόκτησα, απέκτησα |
αποκτήσαμε |
αποκτήθηκα |
αποκτηθήκαμε |
| απόκτησες, απέκτησες |
αποκτήσατε |
αποκτήθηκες |
αποκτηθήκατε |
| απόκτησε, απέκτησε |
απόκτησαν, αποκτήσαν(ε), απέκτησαν |
αποκτήθηκε |
αποκτήθηκαν, αποκτηθήκαν(ε) |
Perf ect |
έχω αποκτήσει
έχω αποκτημένο |
έχουμε αποκτήσει
έχουμε αποκτημένο |
έχω αποκτηθεί
είμαι αποκτημένος, -η |
έχουμε αποκτηθεί
είμαστε αποκτημένοι, -ες |
έχεις αποκτήσει
έχεις αποκτημένο |
έχετε αποκτήσει
έχετε αποκτημένο |
έχεις αποκτηθεί
είσαι αποκτημένος, -η |
έχετε αποκτηθεί
είστε αποκτημένοι, -ες |
έχει αποκτήσει
έχει αποκτημένο |
έχουν αποκτήσει
έχουν αποκτημένο |
έχει αποκτηθεί
είναι αποκτημένος, -η, -ο |
έχουν αποκτηθεί
είναι αποκτημένοι, -ες, -α |
Plu perf ect |
είχα αποκτήσει
είχα αποκτημένο |
είχαμε αποκτήσει
είχαμε αποκτημένο |
είχα αποκτηθεί
ήμουν αποκτημένος, -η |
είχαμε αποκτηθεί
ήμαστε αποκτημένοι, -ες |
είχες αποκτήσει
είχες αποκτημένο |
είχατε αποκτήσει
είχατε αποκτημένο |
είχες αποκτηθεί
ήσουν αποκτημένος, -η |
είχατε αποκτηθεί
ήσαστε αποκτημένοι, -ες |
είχε αποκτήσει
είχε αποκτημένο |
είχαν αποκτήσει
είχαν αποκτημένο |
είχε αποκτηθεί
ήταν αποκτημένος, -η, -ο |
είχαν αποκτηθεί
ήταν αποκτημένοι, -ες, -α |
Fut ure Cont inuous |
θα αποκτάω, θα αποκτώ |
θα αποκτάμε, θα αποκτούμε |
θα αποκτιέμαι, θα αποκτώμαι |
θα αποκτιόμαστε, θα αποκτόμαστε, θα αποκτώμεθα |
| θα αποκτάς |
θα αποκτάτε |
θα αποκτιέσαι, θα αποκτάσαι |
θα αποκτιέστε, θα αποκτιόσαστε, θα αποκτάστε, θα αποκτάσθε |
| θα αποκτάει, θα αποκτά |
θα αποκτάν(ε), θα αποκτούν(ε) |
θα αποκτιέται, θα αποκτάται |
θα αποκτιούνται, θα αποκτιόνται, θα αποκτώνται |
Simp Fut |
θα αποκτήσω |
θα αποκτήσουμε, θα αποκτήσομε |
θα αποκτηθώ |
θα αποκτηθούμε |
| θα αποκτήσεις |
θα αποκτήσετε |
θα αποκτηθείς |
θα αποκτηθείτε |
| θα αποκτήσει |
θα αποκτήσουν(ε) |
θα αποκτηθεί |
θα αποκτηθούν(ε) |
Fut Perf |
θα έχω αποκτήσει
θα έχω αποκτημένο |
θα έχουμε αποκτήσει
θα έχουμε αποκτημένο |
θα έχω αποκτηθεί
θα είμαι αποκτημένος, -η |
θα έχουμε αποκτηθεί
θα είμαστε αποκτημένοι, -ες |
θα έχεις αποκτήσει
θα έχεις αποκτημένο |
θα έχετε αποκτήσει
θα έχετε αποκτημένο |
θα έχεις αποκτηθεί
θα είσαι αποκτημένος, -η |
θα έχετε αποκτηθεί
θα είστε αποκτημένοι, -ες |
θα έχει αποκτήσει
θα έχει αποκτημένο |
θα έχουν αποκτήσει
θα έχουν αποκτημένο |
θα έχει αποκτηθεί
θα είναι αποκτημένος, -η, -ο |
θα έχουν αποκτηθεί
θα είναι αποκτημένοι, -ες, -α |
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να αποκτάω, να αποκτώ |
να αποκτάμε, να αποκτούμε |
να αποκτιέμαι, να αποκτώμαι |
να αποκτιόμαστε, να αποκτόμαστε, να αποκτώμεθα |
| να αποκτάς |
να αποκτάτε |
να αποκτιέσαι, να αποκτάσαι |
να αποκτιέστε, να αποκτιόσαστε, να αποκτάστε, να αποκτάσθε |
| να αποκτάει, να αποκτά |
να αποκτάν(ε), να αποκτούν(ε) |
να αποκτιέται, να αποκτάται |
να αποκτιούνται, να αποκτιόνται, να αποκτώνται |
| Aorist |
να αποκτήσω |
να αποκτήσουμε, να αποκτήσομε |
να αποκτηθώ |
να αποκτηθούμε |
| να αποκτήσεις |
να αποκτήσετε |
να αποκτηθείς |
να αποκτηθείτε |
| να αποκτήσει |
να αποκτήσουν(ε) |
να αποκτηθεί |
να αποκτηθούν(ε) |
| Perf |
να έχω αποκτήσει
να έχω αποκτημένο |
να έχουμε αποκτήσει
να έχουμε αποκτημένο |
να έχω αποκτηθεί
να είμαι αποκτημένος, -η |
να έχουμε αποκτηθεί
να είμαστε αποκτημένοι, -ες |
να έχεις αποκτήσει
να έχεις αποκτημένο |
να έχετε αποκτήσει
να έχετε αποκτημένο |
να έχεις αποκτηθεί
να είσαι αποκτημένος, -η |
να έχετε αποκτηθεί
να είστε αποκτημένοι, -η |
να έχει αποκτήσει
να έχει αποκτημένο |
να έχουν αποκτήσει
να έχουν αποκτημένο |
να έχει αποκτηθεί
να είναι αποκτημένος, -η, -ο |
να έχουν αποκτηθεί
να είναι αποκτημένοι, -ες, -α |
Imper ative |
Pres |
απόκτα, απόκταγε |
αποκτάτε |
|
αποκτιέστε |
| Aorist |
απόκτησε, απόκτα |
αποκτήστε |
αποκτήσου |
αποκτηθείτε |
Part iciple |
Pres |
αποκτώντας |
|
| Perf |
έχοντας αποκτήσει, έχοντας αποκτημένο |
αποκτημένος, -η, -ο |
αποκτημένοι, -ες, -α |
| Infin |
Aorist |
αποκτήσει |
αποκτηθεί |