ΑΠΕΥΘΥΝΩ
I convey
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
απευθύνω απευθύνουμε, απευθύνομε απευθύνομαι απευθυνόμαστε
απευθύνεις απευθύνετε απευθύνεσαι απευθύνεστε, απευθυνόσαστε
απευθύνει απευθύνουν(ε) απευθύνεται απευθύνονται
Imper
fect
απεύθυνα απευθύναμε απευθυνόμουν(α) απευθυνόμαστε, απευθυνόμασταν
απεύθυνες απευθύνατε απευθυνόσουν(α) απευθυνόσαστε, απευθυνόσασταν
απεύθυνε απεύθυναν, απευθύναν(ε) απευθυνόταν(ε) απευθύνονταν, απευθυνόντανε, απευθυνόντουσαν
Aorist απηύθυνα, απεύθυνα απευθύναμε απευθύνθηκα απευθυνθήκαμε
απηύθυνες, απεύθυνες απευθύνατε απευθύνθηκες απευθυνθήκατε
απηύθυνε, απεύθυνε απηύθυναν, απεύθυναν, απευθύναν(ε) απευθύνθηκε απευθύνθηκαν, απευθυνθήκαν(ε)
Per
fect
έχω απευθύνει έχουμε απευθύνει έχω απευθυνθεί έχουμε απευθυνθεί
έχεις απευθύνει έχετε απευθύνει έχεις απευθυνθεί έχετε απευθυνθεί
έχει απευθύνει έχουν απευθύνει έχει απευθυνθεί έχουν απευθυνθεί
Plu
per
fect
είχα απευθύνει είχαμε απευθύνει είχα απευθυνθεί είχαμε απευθυνθεί
είχες απευθύνει είχατε απευθύνει είχες απευθυνθεί είχατε απευθυνθεί
είχε απευθύνει είχαν απευθύνει είχε απευθυνθεί είχαν απευθυνθεί
Fut
ure
Cont
inuous
θα απευθύνω θα απευθύνουμε, θα απευθύνομε θα απευθύνομαι θα απευθυνόμαστε
θα απευθύνεις θα απευθύνετε θα απευθύνεσαι θα απευθύνεστε, θα απευθυνόσαστε
θα απευθύνει θα απευθύνουν(ε) θα απευθύνεται θα απευθύνονται
Simp
Fut
θα απευθύνω θα απευθύνουμε, θα απευθύνομε θα απευθυνθώ θα απευθυνθούμε
θα απευθύνεις θα απευθύνετε θα απευθυνθείς θα απευθυνθείτε
θα απευθύνει θα απευθύνουν(ε) θα απευθυνθεί θα απευθυνθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω απευθύνει θα έχουμε απευθύνει θα έχω απευθυνθεί θα έχουμε απευθυνθεί
θα έχεις απευθύνει θα έχετε απευθύνει θα έχεις απευθυνθεί θα έχετε απευθυνθεί
θα έχει απευθύνει θα έχουν απευθύνει θα έχει απευθυνθεί θα έχουν απευθυνθεί
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να απευθύνω να απευθύνουμε, να απευθύνομε να απευθύνομαι να απευθυνόμαστε
να απευθύνεις να απευθύνετε να απευθύνεσαι να απευθύνεστε, να απευθυνόσαστε
να απευθύνει να απευθύνουν(ε) να απευθύνεται να απευθύνονται
Aorist να απευθύνω να απευθύνουμε, να απευθύνομε να απευθυνθώ να απευθυνθούμε
να απευθύνεις να απευθύνετε να απευθυνθείς να απευθυνθείτε
να απευθύνει να απευθύνουν(ε) να απευθυνθεί να απευθυνθούν(ε)
Perf να έχω απευθύνει να έχουμε απευθύνει να έχω απευθυνθεί να έχουμε απευθυνθεί
να έχεις απευθύνει να έχετε απευθύνει να έχεις απευθυνθεί να έχετε απευθυνθεί
να έχει απευθύνει να έχουν απευθύνει να έχει απευθυνθεί να έχουν απευθυνθεί
Imper
ative
Pres απεύθυνε απευθύνετε απευθύνεστε
Aorist απεύθυνε απευθύνετε απευθύνσου απευθυνθείτε
Part
iciple
Pres απευθύνοντας
Perf έχοντας απευθύνει το απευθυμένο τα απευθυμένα
Infin Aorist απευθύνει απευθυνθεί