ΑΝΤΙΓΡΑΦΩ
I copy
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
αντιγράφω αντιγράφουμε, αντιγράφομε αντιγράφομαι αντιγραφόμαστε
αντιγράφεις αντιγράφετε αντιγράφεσαι αντιγράφεστε, αντιγραφόσαστε
αντιγράφει αντιγράφουν(ε) αντιγράφεται αντιγράφονται
Imper
fect
αντέγραφα αντιγράφαμε αντιγραφόμουν(α) αντιγραφόμαστε, αντιγραφόμασταν
αντέγραφες αντιγράφατε αντιγραφόσουν(α) αντιγραφόσαστε, αντιγραφόσασταν
αντέγραφε αντέγραφαν, αντιγράφαν(ε) αντιγραφόταν(ε) αντιγράφονταν, αντιγραφόντανε, αντιγραφόντουσαν
Aorist αντέγραψα αντιγράψαμε αντιγράφτηκα, αντιγράφηκα αντιγραφτήκαμε, αντιγραφήκαμε
αντέγραψες αντιγράψατε αντιγράφτηκες, αντιγράφηκες αντιγραφτήκατε, αντιγραφήκατε
αντέγραψε αντέγραψαν, αντιγράψαν(ε) αντιγράφτηκε, αντιγράφηκε αντιγράφτηκαν, αντιγραφτήκαν(ε), αντιγράφηκαν, αντιγραφήκαν(ε)
Per
fect
έχω αντιγράψει
έχω αντιγραμμένο
έχουμε αντιγράψει
έχουμε αντιγραμμένο
έχω αντιγραφτεί
έχω αντιγραφεί
είμαι αντιγραμμένος, -η
έχουμε αντιγραφτεί
έχουμε αντιγραφεί
είμαστε αντιγραμμένοι, -ες
έχεις αντιγράψει
έχεις αντιγραμμένο
έχετε αντιγράψει
έχετε αντιγραμμένο
έχεις αντιγραφτεί
έχεις αντιγραφεί
είσαι αντιγραμμένος, -η
έχετε αντιγραφτεί
έχετε αντιγραφεί
είστε αντιγραμμένοι, -ες
έχει αντιγράψει
έχει αντιγραμμένο
έχουν αντιγράψει
έχουν αντιγραμμένο
έχει αντιγραφτεί
έχει αντιγραφεί
είναι αντιγραμμένος, -η, -ο
έχουν αντιγραφτεί
έχουν αντιγραφεί
είναι αντιγραμμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα αντιγράψει
είχα αντιγραμμένο
είχαμε αντιγράψει
είχαμε αντιγραμμένο
είχα αντιγραφτεί
είχα αντιγραφεί
ήμουν αντιγραμμένος, -η
είχαμε αντιγραφτεί
είχαμε αντιγραφεί
ήμαστε αντιγραμμένοι, -ες
είχες αντιγράψει
είχες αντιγραμμένο
είχατε αντιγράψει
είχατε αντιγραμμένο
είχες αντιγραφτεί
είχες αντιγραφεί
ήσουν αντιγραμμένος, -η
είχατε αντιγραφτεί
είχατε αντιγραφεί
ήσαστε αντιγραμμένοι, -ες
είχε αντιγράψει
είχε αντιγραμμένο
είχαν αντιγράψει
είχαν αντιγραμμένο
είχε αντιγραφτεί
είχε αντιγραφεί
ήταν αντιγραμμένος, -η, -ο
είχαν αντιγραφτεί
είχαν αντιγραφεί
ήταν αντιγραμμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα αντιγράφω θα αντιγράφουμε, θα αντιγράφομε θα αντιγράφομαι θα αντιγραφόμαστε
θα αντιγράφεις θα αντιγράφετε θα αντιγράφεσαι θα αντιγράφεστε, θα αντιγραφόσαστε
θα αντιγράφει θα αντιγράφουν(ε) θα αντιγράφεται θα αντιγράφονται
Simp
Fut
θα αντιγράψω θα αντιγράψουμε, θα αντιγράψομε θα αντιγραφτώ, θα αντιγραφώ θα αντιγραφτούμε, θα αντιγραφούμε
θα αντιγράψεις θα αντιγράψετε θα αντιγραφτείς, θα αντιγραφείς θα αντιγραφτείτε, θα αντιγραφείτε
θα αντιγράψει θα αντιγράψουν(ε) θα αντιγραφτεί, θα αντιγραφεί θα αντιγραφτούν(ε), θα αντιγραφούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω αντιγράψει
θα έχω αντιγραμμένο
θα έχουμε αντιγράψει
θα έχουμε αντιγραμμένο
θα έχω αντιγραφτεί
θα έχω αντιγραφεί
θα είμαι αντιγραμμένος, -η
θα έχουμε αντιγραφτεί
θα έχουμε αντιγραφεί
θα είμαστε αντιγραμμένοι, -ες
θα έχεις αντιγράψει
θα έχεις αντιγραμμένο
θα έχετε αντιγράψει
θα έχετε αντιγραμμένο
θα έχεις αντιγραφτεί
θα έχεις αντιγραφεί
θα είσαι αντιγραμμένος, -η
θα έχετε αντιγραφτεί
θα έχετε αντιγραφεί
θα είστε αντιγραμμένοι, -ες
θα έχει αντιγράψει
θα έχει αντιγραμμένο
θα έχουν αντιγράψει
θα έχουν αντιγραμμένο
θα έχει αντιγραφτεί
θα έχει αντιγραφεί
θα είναι αντιγραμμένος, -η, -ο
θα έχουν αντιγραφτεί
θα έχουν αντιγραφεί
θα είναι αντιγραμμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να αντιγράφω να αντιγράφουμε, να αντιγράφομε να αντιγράφομαι να αντιγραφόμαστε
να αντιγράφεις να αντιγράφετε να αντιγράφεσαι να αντιγράφεστε, να αντιγραφόσαστε
να αντιγράφει να αντιγράφουν(ε) να αντιγράφεται να αντιγράφονται
Aorist να αντιγράψω να αντιγράψουμε, να αντιγράψομε να αντιγραφτώ, να αντιγραφώ να αντιγραφτούμε, να αντιγραφούμε
να αντιγράψεις να αντιγράψετε να αντιγραφτείς, να αντιγραφείς να αντιγραφτείτε, να αντιγραφείτε
να αντιγράψει να αντιγράψουν(ε) να αντιγραφτεί, να αντιγραφεί να αντιγραφτούν(ε), να αντιγραφούν(ε)
Perf να έχω αντιγράψει
να έχω αντιγραμμένο
να έχουμε αντιγράψει
να έχουμε αντιγραμμένο
να έχω αντιγραφτεί
να έχω αντιγραφεί
να είμαι αντιγραμμένος, -η
να έχουμε αντιγραφτεί
να έχουμε αντιγραφεί
να είμαστε αντιγραμμένοι, -ες
να έχεις αντιγράψει
να έχεις αντιγραμμένο
να έχετε αντιγράψει
να έχετε αντιγραμμένο
να έχεις αντιγραφτεί
να έχεις αντιγραφεί
να είσαι αντιγραμμένος, -η
να έχετε αντιγραφτεί
να έχετε αντιγραφεί
να είστε αντιγραμμένοι, -ες
να έχει αντιγράψει
να έχει αντιγραμμένο
να έχουν αντιγράψει
να έχουν αντιγραμμένο
να έχει αντιγραφτεί
να έχει αντιγραφεί
να είναι αντιγραμμένος, -η, -ο
να έχουν αντιγραφτεί
να έχουν αντιγραφεί
να είναι αντιγραμμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres αντέγραφε αντιγράφετε αντιγράφεστε
Aorist αντέγραψε αντιγράψτε, αντιγράφτε αντιγράψου αντιγραφτείτε, αντιγραφείτε
Part
iciple
Pres αντιγράφοντας αντιγραφόμενος
Perf έχοντας αντιγράψει, έχοντας αντιγραμμένο αντιγραμμένος, -η, -ο αντιγραμμένοι, -ες, -α
Infin Aorist αντιγράψει αντιγραφτεί, αντιγραφεί