ΑΝΗΣΥΧΩ
I worry
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
ανησυχώ ανησυχούμε
ανησυχείς ανησυχείτε
ανησυχεί ανησυχούν(ε)
Imper
fect
ανησυχούσα ανησυχούσαμε
ανησυχούσες ανησυχούσατε
ανησυχούσε ανησυχούσαν(ε)
Aorist ανησύχησα ανησυχήσαμε
ανησύχησες ανησυχήσατε
ανησύχησε ανησύχησαν, ανησυχήσαν(ε)
Perf
ect
έχω ανησυχήσει έχουμε ανησυχήσει
έχεις ανησυχήσει έχετε ανησυχήσει
έχει ανησυχήσει έχουν ανησυχήσει
Plu
perf
ect
είχα ανησυχήσει είχαμε ανησυχήσει
είχες ανησυχήσει είχατε ανησυχήσει
είχε ανησυχήσει είχαν ανησυχήσει
Fut
ure
Cont
inuous
θα ανησυχώ θα ανησυχούμε
θα ανησυχείς θα ανησυχείτε
θα ανησυχεί θα ανησυχούν(ε)
Simp
Fut
θα ανησυχήσω θα ανησυχήσουμε
θα ανησυχήσεις θα ανησυχήσετε
θα ανησυχήσει θα ανησυχήσουν(ε)
Fut
Perf
θα έχω ανησυχήσει θα έχουμε ανησυχήσει
θα έχεις ανησυχήσει θα έχετε ανησυχήσει
θα έχει ανησυχήσει θα έχουν ανησυχήσει
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να ανησυχώ να ανησυχούμε
να ανησυχείς να ανησυχείτε
να ανησυχεί να ανησυχούν(ε)
Aorist να ανησυχήσω να ανησυχήσουμε, να ανησυχήσομε
να ανησυχήσεις να ανησυχήσετε
να ανησυχήσει να ανησυχήσουν(ε)
Perf να έχω ανησυχήσει να έχουμε ανησυχήσει
να έχεις ανησυχήσει να έχετε ανησυχήσει
να έχει ανησυχήσει να έχουν ανησυχήσει
Imper
ative
Pres ανησυχείτε
Aorist ανησύχησε ανησυχήστε, ανησυχήσετε
Part
iciple
Pres ανησυχώντας
Perf έχοντας ανησυχήσει
Infin Aorist ανησυχήσει