ΑΜΦΙΒΑΛΛΩ
I doubt
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
αμφιβάλλω αμφιβάλλουμε, αμφιβάλλομε
αμφιβάλλεις αμφιβάλλετε
αμφιβάλλει αμφιβάλλουν(ε)
Imper
fect
αμφέβαλλα αμφιβάλλαμε
αμφέβαλλες αμφιβάλλατε
αμφέβαλλε αμφέβαλλαν, αμφιβάλλαν(ε)
Aorist αμφέβαλα αμφιβάλαμε
αμφέβαλες αμφιβάλατε
αμφέβαλε αμφέβαλαν, αμφιβάλαν(ε)
Per
fect
έχω αμφιβάλει έχουμε αμφιβάλει
έχεις αμφιβάλει έχετε αμφιβάλει
έχει αμφιβάλει έχουν αμφιβάλει
Plu
per
fect
είχα αμφιβάλει είχαμε αμφιβάλει
είχες αμφιβάλει είχατε αμφιβάλει
είχε αμφιβάλει είχαν αμφιβάλει
Fut
ure
Cont
inuous
θα αμφιβάλλω θα αμφιβάλλουμε, θα αμφιβάλλομε
θα αμφιβάλλεις θα αμφιβάλλετε
θα αμφιβάλλει θα αμφιβάλλουν(ε)
Simp
Fut
θα αμφιβάλω θα αμφιβάλουμε, θα αμφιβάλομε
θα αμφιβάλεις θα αμφιβάλετε
θα αμφιβάλει θα αμφιβάλουν(ε)
Fut
Perf
θα έχω αμφιβάλει θα έχουμε αμφιβάλει
θα έχεις αμφιβάλει θα έχετε αμφιβάλει
θα έχει αμφιβάλει θα έχουν αμφιβάλει
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να αμφιβάλλω να αμφιβάλλουμε, να αμφιβάλλομε
να αμφιβάλλεις να αμφιβάλλετε
να αμφιβάλλει να αμφιβάλλουνε
Aorist να αμφιβάλω να αμφιβάλουμε
να αμφιβάλεις να αμφιβάλετε
να αμφιβάλει να αμφιβάλουν(ε)
Perf να έχω αμφιβάλει να έχουμε αμφιβάλει
να έχεις αμφιβάλει να έχετε αμφιβάλει
να έχει αμφιβάλει να έχουν αμφιβάλει
Imper
ative
Pres υπέρβαλλε αμφιβάλλετε
Aorist υπέρβαλε αμφιβάλετε
Part
iciple
Pres αμφιβάλλοντας
Perf έχοντας αμφιβάλει
Infin Aorist αμφιβάλει