ΑΓΑΝΑΧΤΩ
I am indignant
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
αγαναχτώ αγαναχτούμε
αγαναχτείς αγαναχτείτε
αγαναχτεί αγαναχτούν(ε)
Imper
fect
αγαναχτούσα αγαναχτούσαμε
αγαναχτούσες αγαναχτούσατε
αγαναχτούσε αγαναχτούσαν(ε)
Aorist αγανάχτησα αγαναχτήσαμε
αγανάχτησες αγαναχτήσατε
αγανάχτησε αγανάχτησαν, αγαναχτήσαν(ε)
Perf
ect
έχω αγαναχτήσει έχουμε αγαναχτήσει
έχεις αγαναχτήσει έχετε αγαναχτήσει
έχει αγαναχτήσει έχουν αγαναχτήσει
Plu
perf
ect
είχα αγαναχτήσει είχαμε αγαναχτήσει
είχες αγαναχτήσει είχατε αγαναχτήσει
είχε αγαναχτήσει είχαν αγαναχτήσει
Fut
ure
Cont
inuous
θα αγαναχτώ θα αγαναχτούμε
θα αγαναχτείς θα αγαναχτείτε
θα αγαναχτεί θα αγαναχτούν(ε)
Simp
Fut
θα αγαναχτήσω θα αγαναχτήσουμε
θα αγαναχτήσεις θα αγαναχτήσετε
θα αγαναχτήσει θα αγαναχτήσουν(ε)
Fut
Perf
θα έχω αγαναχτήσει θα έχουμε αγαναχτήσει
θα έχεις αγαναχτήσει θα έχετε αγαναχτήσει
θα έχει αγαναχτήσει θα έχουν αγαναχτήσει
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να αγαναχτώ να αγαναχτούμε
να αγαναχτείς να αγαναχτείτε
να αγαναχτεί να αγαναχτούν(ε)
Aorist να αγαναχτήσω να αγαναχτήσουμε, να αγαναχτήσομε
να αγαναχτήσεις να αγαναχτήσετε
να αγαναχτήσει να αγαναχτήσουν(ε)
Perf να έχω αγαναχτήσει να έχουμε αγαναχτήσει
να έχεις αγαναχτήσει να έχετε αγαναχτήσει
να έχει αγαναχτήσει να έχουν αγαναχτήσει
Imper
ative
Pres αγαναχτείτε
Aorist αγανάχτησε αγαναχτήστε, αγαναχτήσετε
Part Perf αγαναχτισμένος, -η, -ο αγαναχτισμένοι, -ες, -α
Ger
und
Pres αγαναχτώντας
Perf έχοντας αγαναχτήσει
Infin Aorist αγαναχτήσει