ΑΦΗΝΩ
I leave, let
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
αφήνω αφήνουμε, αφήνομε αφήνομαι αφηνόμαστε
αφήνεις αφήνετε αφήνεσαι αφήνεστε, αφηνόσαστε
αφήνει αφήνουν(ε) αφήνεται αφήνονται
Imper
fect
άφηνα αφήναμε αφηνόμουν(α) αφηνόμαστε, αφηνόμασταν
άφηνες αφήνατε αφηνόσουν(α) αφηνόσαστε, αφηνόσασταν
άφηνε άφηναν, αφήναν(ε) αφηνόταν(ε) αφήνονταν, αφηνόντανε, αφηνόντουσαν
Aorist άφησα αφήσαμε αφέθηκα αφεθήκαμε
άφησες αφήσατε αφέθηκες αφεθήκατε
άφησε άφησαν, αφήσαν(ε) αφέθηκε αφέθηκαν, αφεθήκανε
Per
fect
έχω αφήσει
έχω αφημένο
έχουμε αφήσει
έχουμε αφημένο
έχω αφεθεί
είμαι αφημένος, -η
έχουμε αφεθεί
είμαστε αφημένοι, -ες
έχεις αφήσει
έχεις αφημένο
έχετε αφήσει
έχετε αφημένο
έχεις αφεθεί
είσαι αφημένος, -η
έχετε αφεθεί
είστε αφημένοι, -ες
έχει αφήσει
έχει αφημένο
έχουν αφήσει
έχουν αφημένο
έχει αφεθεί
είναι αφημένος, -η, -ο
έχουν αφεθεί
είναι αφημένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα αφήσει
είχα αφημένο
είχαμε αφήσει
είχαμε αφημένο
είχα αφεθεί
ήμουν αφημένος, -η
είχαμε αφεθεί
ήμαστε αφημένοι, -ες
είχες αφήσει
είχες αφημένο
είχατε αφήσει
είχατε αφημένο
είχες αφεθεί
ήσουν αφημένος, -η
είχατε αφεθεί
ήσαστε αφημένοι, -ες
είχε αφήσει
είχε αφημένο
είχαν αφήσει
είχαν αφημένο
είχε αφεθεί
ήταν αφημένος, -η, -ο
είχαν αφεθεί
ήταν αφημένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα αφήνω θα αφήνουμε, θα αφήνομε θα αφήνομαι θα αφηνόμαστε
θα αφήνεις θα αφήνετε θα αφήνεσαι θα αφήνεστε, θα αφηνόσαστε
θα αφήνει θα αφήνουν(ε) θα αφήνεται θα αφήνονται
Simp
Fut
θα αφήσω θα αφήσουμε, θα αφήσομε θα αφεθώ θα αφεθούμε
θα αφήσεις θα αφήσετε θα αφεθείς θα αφεθείτε
θα αφήσει θα αφήσουν(ε) θα αφεθεί θα αφεθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω αφήσει
θα έχω αφημένο
θα έχουμε αφήσει
θα έχουμε αφημένο
θα έχω αφεθεί
θα είμαι αφημένος, -η
θα έχουμε αφεθεί
θα είμαστε αφημένοι, -ες
θα έχεις αφήσει
θα έχεις αφημένο
θα έχετε αφήσει
θα έχετε αφημένο
θα έχεις αφεθεί
θα είσαι αφημένος, -η
θα έχετε αφεθεί
θα είστε αφημένοι, -ες
θα έχει αφήσει
θα έχει αφημένο
θα έχουν αφήσει
θα έχουν αφημένο
θα έχει αφεθεί
θα είναι αφημένος, -η, -ο
θα έχουν αφεθεί
θα είναι αφημένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να αφήνω να αφήνουμε, να αφήνομε να αφήνομαι να αφηνόμαστε
να αφήνεις να αφήνετε να αφήνεσαι να αφήνεστε, να αφηνόσαστε
να αφήνει να αφήνουν(ε) να αφήνεται να αφήνονται
Aorist να αφήσω να αφήσουμε, να αφήσομε να αφεθώ να αφεθούμε
να αφήσεις να αφήσετε να αφεθείς να αφεθείτε
να αφήσει να αφήσουν(ε) να αφεθεί να αφεθούν(ε)
Perf να έχω αφήσει
να έχω αφημένο
να έχουμε αφήσει
να έχουμε αφημένο
να έχω αφεθεί
να είμαι αφημένος, -η
να έχουμε αφεθεί
να είμαστε αφημένοι, -ες
να έχεις αφήσει
να έχεις αφημένο
να έχετε αφήσει
να έχετε αφημένο
να έχεις αφεθεί
να είσαι αφημένος, -η
να έχετε αφεθεί
να είστε αφημένοι, -ες
να έχει αφήσει
να έχει αφημένο
να έχουν αφήσει
να έχουν αφημένο
να έχει αφεθεί
να είναι αφημένος, -η, -ο
να έχουν αφεθεί
να είναι αφημένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres άφηνε αφήνετε αφήνεστε
Aorist άφησε, άσε αφήστε, άστε αφεθείτε
Part
iciple
Pres αφήνοντας
Perf έχοντας αφήσει, έχοντας αφημένο αφημένος, -η, -ο αφημένοι, -ες, -α
Infin Aorist αφήσει αφεθεί