ΥΠΟΦΕΡΩ
I suffer
Active Passive
Singular Plural Singular
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
υποφέρω υποφέρουμε, υποφέρομε
υποφέρεις υποφέρετε
υποφέρει υποφέρουν(ε) υποφέρεται
Imper
fect
υπέφερα, υπόφερα υποφέραμε
υπέφερες, υπόφερες υποφέρατε
υπέφερε, υπόφερε υπέφεραν, υπόφεραν, υποφέραν(ε) υποφερόταν(ε)
Aorist υπέφερα, υπόφερα υποφέραμε
υπέφερες, υπόφερες υποφέρατε
υπέφερε, υπόφερε υπέφεραν, υπόφεραν, υποφέραν(ε) υποφέρθηκε
Per
fect
έχω υποφέρει έχουμε υποφέρει
έχεις υποφέρει έχετε υποφέρει
έχει υποφέρει έχουν υποφέρει έχει υποφερθεί
Plu
per
fect
είχα υποφέρει είχαμε υποφέρει
είχες υποφέρει είχατε υποφέρει
είχε υποφέρει είχαν υποφέρει είχε υποφερθεί
Fut
ure
Cont
inuous
θα υποφέρω θα υποφέρουμε, θα υποφέρομε
θα υποφέρεις θα υποφέρετε
θα υποφέρει θα υποφέρουν(ε) θα υποφέρεται
Simp
Fut
θα υποφέρω θα υποφέρουμε, θα υποφέρομε
θα υποφέρεις θα υποφέρετε
θα υποφέρει θα υποφέρουν(ε) θα υποφερθεί
Fut
Perf
θα έχω υποφέρει θα έχουμε υποφέρει
θα έχεις υποφέρει θα έχετε υποφέρει
θα έχει υποφέρει θα έχουν υποφέρει θα έχει υποφερθεί
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να υποφέρω να υποφέρουμε, να υποφέρομε
να υποφέρεις να υποφέρετε
να υποφέρει να υποφέρουν(ε) να υποφέρεται
Aorist να υποφέρω να υποφέρουμε, να υποφέρομε
να υποφέρεις να υποφέρετε
να υποφέρει να υποφέρουν(ε) να υποφερθεί
Perf να έχω υποφέρει να έχουμε υποφέρει
να έχεις υποφέρει να έχετε υποφέρει
να έχει υποφέρει να έχουν υποφέρει να έχει υποφερθεί
Imper
ative
Pres υποφέρε υποφέρετε
Aorist υποφέρε υποφέρετε, υποφέρτε
Part
iciple
Pres υποφέροντας
Perf έχοντας υποφέρει
Infin Aorist υποφέρει υποφερθεί