ΥΠΑΡΧΩ
I exist
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
υπάρχω υπάρχουμε, υπάρχομε
υπάρχεις υπάρχετε
υπάρχει υπάρχουν(ε)
Imper
fect
υπήρχα υπήρχαμε
υπήρχες υπήρχατε
υπήρχε υπήρχαν(ε)
Aorist υπήρξα υπήρξαμε
υπήρξες υπήρξατε
υπήρξε υπήρξαν(ε)
Per
fect
έχω υπάρξει έχουμε υπάρξει
έχεις υπάρξει έχετε υπάρξει
έχει υπάρξει έχουν υπάρξει
Plu
per
fect
είχα υπάρξει είχαμε υπάρξει
είχες υπάρξει είχατε υπάρξει
είχε υπάρξει είχαν υπάρξει
Fut
ure
Cont
inuous
θα υπάρχω θα υπάρχουμε
θα υπάρχεις θα υπάρχετε
θα υπάρχει θα υπάρχουν(ε)
Simp
Fut
θα υπάρξω θα υπάρξουμε, θα υπάρξομε
θα υπάρξεις θα υπάρξετε
θα υπάρξει θα υπάρξουν(ε)
Fut
Perf
θα έχω υπάρξει θα έχουμε υπάρξει
θα έχεις υπάρξει θα έχετε υπάρξει
θα έχει υπάρξει θα έχουν υπάρξει
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να υπάρχω να υπάρχουμε, να υπάρχομε
να υπάρχεις να υπάρχετε
να υπάρχει να υπάρχουν(ε)
Aorist να υπάρξω να υπάρξουμε, να υπάρξομε
να υπάρξεις να υπάρξετε
να υπάρξει να υπάρξουν(ε)
Perf να έχω υπάρξει να έχουμε υπάρξει
να έχεις υπάρξει να έχετε υπάρξει
να έχει υπάρξει να έχουν υπάρξει
Imper
ative
Pres υπάρχετε
Aorist υπάρξτε, υπάρξετε
Part
iciple
Pres υπάρχοντας
Perf έχοντας υπάρξει
Infin Aorist υπάρξει