ΤΟΝΙΖΩ I stress |
Active | Passive | |||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
τονίζω | τονίζουμε, τονίζομε | τονίζομαι | τονιζόμαστε |
τονίζεις | τονίζετε | τονίζεσαι | τονίζεστε, τονιζόσαστε | ||
τονίζει | τονίζουν(ε) | τονίζεται | τονίζονται | ||
Imper fect |
τόνιζα | τονίζαμε | τονιζόμουν(α) | τονιζόμαστε, τονιζόμασταν | |
τόνιζες | τονίζατε | τονιζόσουν(α) | τονιζόσαστε, τονιζόσασταν | ||
τόνιζε | τόνιζαν, τονίζαν(ε) | τονιζόταν(ε) | τονίζονταν, τονιζόντανε, τονιζόντουσαν | ||
Aorist | τόνισα | τονίσαμε | τονίστηκα | τονιστήκαμε | |
τόνισες | τονίσατε | τονίστηκες | τονιστήκατε | ||
τόνισε | τόνισαν, τονίσαν(ε) | τονίστηκε | τονίστηκαν, τονιστήκαν(ε) | ||
Per fect |
έχω τονίσει έχω τονισμένο |
έχουμε τονίσει έχουμε τονισμένο |
έχω τονιστεί είμαι τονισμένος, -η |
έχουμε τονιστεί είμαστε τονισμένοι, -ες |
|
έχεις τονίσει έχεις τονισμένο |
έχετε τονίσει έχετε τονισμένο |
έχεις τονιστεί είσαι τονισμένος, -η |
έχετε τονιστεί είστε τονισμένοι, -ες |
||
έχει τονίσει έχει τονισμένο |
έχουν τονίσει έχουν τονισμένο |
έχει τονιστεί είναι τονισμένος, -η, -ο |
έχουν τονιστεί είναι τονισμένοι, -ες, -α |
||
Plu per fect |
είχα τονίσει είχα τονισμένο |
είχαμε τονίσει είχαμε τονισμένο |
είχα τονιστεί ήμουν τονισμένος, -η |
είχαμε τονιστεί ήμαστε τονισμένοι, -ες |
|
είχες τονίσει είχες τονισμένο |
είχατε τονίσει είχατε τονισμένο |
είχες τονιστεί ήσουν τονισμένος, -η |
είχατε τονιστεί ήσαστε τονισμένοι, -ες |
||
είχε τονίσει είχε τονισμένο |
είχαν τονίσει είχαν τονισμένο |
είχε τονιστεί ήταν τονισμένος, -η, -ο |
είχαν τονιστεί ήταν τονισμένοι, -ες, -α |
||
Fut ure Cont inuous |
θα τονίζω | θα τονίζουμε, |
θα τονίζομαι | θα τονιζόμαστε | |
θα τονίζεις | θα τονίζετε | θα τονίζεσαι | θα τονίζεστε, |
||
θα τονίζει | θα τονίζουν(ε) | θα τονίζεται | θα τονίζονται | ||
Simp Fut |
θα τονίσω | θα τονίσουμε, |
θα τονιστώ | θα τονιστούμε | |
θα τονίσεις | θα τονίσετε | θα τονιστείς | θα τονιστείτε | ||
θα τονίσει | θα τονίσουν(ε) | θα τονιστεί | θα τονιστούν(ε) | ||
Fut Perf |
|||||
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να τονίζω | να τονίζουμε, |
να τονίζομαι | να τονιζόμαστε |
να τονίζεις | να τονίζετε | να τονίζεσαι | να τονίζεστε, |
||
να τονίζει | να τονίζουν(ε) | να τονίζεται | να τονίζονται | ||
Aorist | να τονίσω | να τονίσουμε, |
να τονιστώ | να τονιστούμε | |
να τονίσεις | να τονίσετε | να τονιστείς | να τονιστείτε | ||
να τονίσει | να τονίσουν(ε) | να τονιστεί | να τονιστούν(ε) | ||
Perf | να έχω τονίσει |
να έχουμε τονίσει |
να έχω τονιστεί |
να έχουμε τονιστεί |
|
να έχεις τονίσει |
να έχετε τονίσει |
να έχεις τονιστεί |
να έχετε τονιστεί |
||
να έχει τονίσει |
να έχουν τονίσει |
να έχει τονιστεί |
να έχουν τονιστεί |
||
Imper ative |
Pres | τόνιζε | τονίζετε | τονίζεστε | |
Aorist | τόνισε | τονίστε | τονίσου | τονιστείτε | |
Part iciple |
Pres | τονίζοντας | τονιζόμενος | ||
Perf | έχοντας τονίσει, έχοντας τονισμένο | τονισμένος, -η, -ο | τονισμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | τονίσει | τονιστεί |