ΘΥΣΙΑΖΩ
I sacrifice
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
θυσιάζω θυσιάζουμε, θυσιάζομε θυσιάζομαι θυσιαζόμαστε
θυσιάζεις θυσιάζετε θυσιάζεσαι θυσιάζεστε, θυσιαζόσαστε
θυσιάζει θυσιάζουν(ε) θυσιάζεται θυσιάζονται
Imper
fect
θυσίαζα θυσιάζαμε θυσιαζόμουν(α) θυσιαζόμαστε, θυσιαζόμασταν
θυσίαζες θυσιάζατε θυσιαζόσουν(α) θυσιαζόσαστε, θυσιαζόσασταν
θυσίαζε θυσίαζαν, θυσιάζαν(ε) θυσιαζόταν(ε) θυσιάζονταν, θυσιαζόντανε, θυσιαζόντουσαν
Aorist θυσίασα θυσιάσαμε θυσιάστηκα θυσιαστήκαμε
θυσίασες θυσιάσατε θυσιάστηκες θυσιαστήκατε
θυσίασε θυσίασαν, θυσιάσαν(ε) θυσιάστηκε θυσιάστηκαν, θυσιαστήκανε
Per
fect
έχω θυσιάσει
έχω θυσιασμένο
έχουμε θυσιάσει
έχουμε θυσιασμένο
έχω θυσιαστεί
είμαι θυσιασμένος, -η
έχουμε θυσιαστεί
είμαστε θυσιασμένοι, -ες
έχεις θυσιάσει
έχεις θυσιασμένο
έχετε θυσιάσει
έχετε θυσιασμένο
έχεις θυσιαστεί
είσαι θυσιασμένος, -η
έχετε θυσιαστεί
είστε θυσιασμένοι, -ες
έχει θυσιάσει
έχει θυσιασμένο
έχουν θυσιάσει
έχουν θυσιασμένο
έχει θυσιαστεί
είναι θυσιασμένος, -η, -ο
έχουν θυσιαστεί
είναι θυσιασμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα θυσιάσει
είχα θυσιασμένο
είχαμε θυσιάσει
είχαμε θυσιασμένο
είχα θυσιαστεί
ήμουν θυσιασμένος, -η
είχαμε θυσιαστεί
ήμαστε θυσιασμένοι, -ες
είχες θυσιάσει
είχες θυσιασμένο
είχατε θυσιάσει
είχατε θυσιασμένο
είχες θυσιαστεί
ήσουν θυσιασμένος, -η
είχατε θυσιαστεί
ήσαστε θυσιασμένοι, -ες
είχε θυσιάσει
είχε θυσιασμένο
είχαν θυσιάσει
είχαν θυσιασμένο
είχε θυσιαστεί
ήταν θυσιασμένος, -η, -ο
είχαν θυσιαστεί
ήταν θυσιασμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα θυσιάζω θα θυσιάζουμε, θα θυσιάζομε θα θυσιάζομαι θα θυσιαζόμαστε
θα θυσιάζεις θα θυσιάζετε θα θυσιάζεσαι θα θυσιάζεστε, θα θυσιαζόσαστε
θα θυσιάζει θα θυσιάζουν(ε) θα θυσιάζεται θα θυσιάζονται
Simp
Fut
θα θυσιάσω θα θυσιάσουμε, θα θυσιάσομε θα θυσιαστώ θα θυσιαστούμε
θα θυσιάσεις θα θυσιάσετε θα θυσιαστείς θα θυσιαστείτε
θα θυσιάσει θα θυσιάσουν(ε) θα θυσιαστεί θα θυσιαστούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω θυσιάσει
θα έχω θυσιασμένο
θα έχουμε θυσιάσει
θα έχουμε θυσιασμένο
θα έχω θυσιαστεί
θα είμαι θυσιασμένος, -η
θα έχουμε θυσιαστεί
θα είμαστε θυσιασμένοι, -ες
θα έχεις θυσιάσει
θα έχεις θυσιασμένο
θα έχετε θυσιάσει
θα έχετε θυσιασμένο
θα έχεις θυσιαστεί
θα είσαι θυσιασμένος, -η
θα έχετε θυσιαστεί
θα είστε θυσιασμένοι, -ες
θα έχει θυσιάσει
θα έχει θυσιασμένο
θα έχουν θυσιάσει
θα έχουν θυσιασμένο
θα έχει θυσιαστεί
θα είναι θυσιασμένος, -η, -ο
θα έχουν θυσιαστεί
θα είναι θυσιασμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να θυσιάζω να θυσιάζουμε, να θυσιάζομε να θυσιάζομαι να θυσιαζόμαστε
να θυσιάζεις να θυσιάζετε να θυσιάζεσαι να θυσιάζεστε, να θυσιαζόσαστε
να θυσιάζει να θυσιάζουν(ε) να θυσιάζεται να θυσιάζονται
Aorist να θυσιάσω να θυσιάσουμε, να θυσιάσομε να θυσιαστώ να θυσιαστούμε
να θυσιάσεις να θυσιάσετε να θυσιαστείς να θυσιαστείτε
να θυσιάσει να θυσιάσουν να θυσιαστεί να θυσιαστούν(ε)
Perf να έχω θυσιάσει
να έχω θυσιασμένο
να έχουμε θυσιάσει
να έχουμε θυσιασμένο
να έχω θυσιαστεί
να είμαι θυσιασμένος, -η
να έχουμε θυσιαστεί
να είμαστε θυσιασμένοι, -ες
να έχεις θυσιάσει
να έχεις θυσιασμένο
να έχετε θυσιάσει
να έχετε θυσιασμένο
να έχεις θυσιαστεί
να είσαι θυσιασμένος, -η
να έχετε θυσιαστεί
να είστε θυσιασμένοι, -ες
να έχει θυσιάσει
να έχει θυσιασμένο
να έχουν θυσιάσει
να έχουν θυσιασμένο
να έχει θυσιαστεί
να είναι θυσιασμένος, -η, -ο
να έχουν θυσιαστεί
να είναι θυσιασμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres θυσίαζε θυσιάζετε θυσιάζεστε
Aorist θυσίασε θυσιάστε θυσιάσου θυσιαστείτε
Part
iciple
Pres θυσιάζοντας θυσιαζόμενος
Perf έχοντας θυσιάσει, έχοντας θυσιασμένο θυσιασμένος, -η, -ο θυσιασμένοι, -ες, -α
Infin Aorist θυσιάσει θυσιαστεί