ΣΤΑΖΩ
I drip
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
στάζω στάζουμε, στάζομε
στάζεις στάζετε
στάζει στάζουν(ε)
Imper
fect
έσταζα στάζαμε
έσταζες στάζατε
έσταζε έσταζαν, στάζαν(ε)
Aorist έσταξα στάξαμε
έσταξες στάξατε
έσταξε έσταξαν, στάξαν(ε)
Per
fect
έχω στάξει έχουμε στάξει
έχεις στάξει έχετε στάξει
έχει στάξει έχουν στάξει
Plu
per
fect
είχα στάξει είχαμε στάξει
είχες στάξει είχατε στάξει
είχε στάξει είχαν στάξει
Fut
ure
Cont
inuous
θα στάζω θα στάζουμε, θα στάζομε
θα στάζεις θα στάζετε
θα στάζει θα στάζουν(ε)
Simp
Fut
θα στάξω θα στάξουμε, θα στάξομε
θα στάξεις θα στάξετε
θα στάξει θα στάξουν(ε)
Fut
Perf
θα έχω στάξει θα έχουμε στάξει
θα έχεις στάξει θα έχετε στάξει
θα έχει στάξει θα έχουν στάξει
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να στάζω να στάζουμε, να στάζομε
να στάζεις να στάζετε
να στάζει να στάζουν(ε)
Aorist να στάξω να στάξουμε, να στάξομε
να στάξεις να στάξετε
να στάξει να στάξουν(ε)
Perf να έχω στάξει να έχουμε στάξει
να έχεις στάξει να έχετε στάξει
να έχει στάξει να έχουν στάξει
Imper
ative
Pres στάζε στάζετε
Aorist στάξε στάξτε, στάχτε
Part
iciple
Pres στάζοντας
Perf έχοντας στάξει
Infin Aorist στάξει