ΠΛΗΡΟΦΟΡΩ
I inform
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
πληροφορώ πληροφορούμε πληροφορούμαι πληροφορούμαστε
πληροφορείς πληροφορείτε πληροφορείσαι πληροφορείστε
πληροφορεί πληροφορούν(ε) πληροφορείται πληροφορούνται
Imper
fect
πληροφορούσα πληροφορούσαμε πληροφορούμουν πληροφορούμαστε
πληροφορούσες πληροφορούσατε
πληροφορούσε πληροφορούσαν(ε) πληροφορούνταν, πληροφορείτο πληροφορούνταν, πληροφορούντο
Aorist πληροφόρησα πληροφορήσαμε πληροφορήθηκα πληροφορηθήκαμε
πληροφόρησες πληροφορήσατε πληροφορήθηκες πληροφορηθήκατε
πληροφόρησε πληροφόρησαν, πληροφορήσαν(ε) πληροφορήθηκε πληροφορήθηκαν, πληροφορηθήκαν(ε)
Perf
ect
έχω πληροφορήσει
έχω πληροφορημένο
έχουμε πληροφορήσει
έχουμε πληροφορημένο
έχω πληροφορηθεί
είμαι πληροφορημένος, -η
έχουμε πληροφορηθεί
είμαστε πληροφορημένοι, -ες
έχεις πληροφορήσει
έχεις πληροφορημένο
έχετε πληροφορήσει
έχετε πληροφορημένο
έχεις πληροφορηθεί
είσαι πληροφορημένος, -η
έχετε πληροφορηθεί
είστε πληροφορημένοι, -ες
έχει πληροφορήσει
έχει πληροφορημένο
έχουν πληροφορήσει
έχουν πληροφορημένο
έχει πληροφορηθεί
είναι πληροφορημένος, -η, -ο
έχουν πληροφορηθεί
είναι πληροφορημένοι, -ές, -α
Plu
perf
ect
είχα πληροφορήσει
είχα πληροφορημένο
είχαμε πληροφορήσει
είχαμε πληροφορημένο
είχα πληροφορηθεί
ήμουν πληροφορημένος, -η
είχαμε πληροφορηθεί
ήμαστε πληροφορημένοι, -ες
είχες πληροφορήσει
είχες πληροφορημένο
είχατε πληροφορήσει
είχατε πληροφορημένο
είχες πληροφορηθεί
ήσουν πληροφορημένος, -η
είχατε πληροφορηθεί
ήσαστε πληροφορημένοι, -ες
είχε πληροφορήσει
είχε πληροφορημένο
είχαν πληροφορήσει
είχαν πληροφορημένο
είχε πληροφορηθεί
ήταν πληροφορημένος, -η, -ο
είχαν πληροφορηθεί
ήταν πληροφορημένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα πληροφορώ θα πληροφορούμε θα πληροφορούμαι θα πληροφορούμαστε
θα πληροφορείς θα πληροφορείτε θα πληροφορείσαι θα πληροφορείστε
θα πληροφορεί θα πληροφορούν(ε) θα πληροφορείται θα πληροφορούνται
Simp
Fut
θα πληροφορήσω θα πληροφορήσουμε θα πληροφορηθώ θα πληροφορηθούμε
θα πληροφορήσεις θα πληροφορήσετε θα πληροφορηθείς θα πληροφορηθείτε
θα πληροφορήσει θα πληροφορήσουν(ε) θα πληροφορηθεί θα πληροφορηθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω πληροφορήσει
θα έχω πληροφορημένο
θα έχουμε πληροφορήσει
θα έχουμε πληροφορημένο
θα έχω πληροφορηθεί
θα είμαι πληροφορημένος, -η
θα έχουμε πληροφορηθεί
θα είμαστε πληροφορημένοι, -ες
θα έχεις πληροφορήσει
θα έχεις πληροφορημένο
θα έχετε πληροφορήσει
θα έχετε πληροφορημένο
θα έχεις πληροφορηθεί
θα είσαι πληροφορημένος, -η
θα έχετε πληροφορηθεί
θα είστε πληροφορημένοι, -η
θα έχει πληροφορήσει
θα έχει πληροφορημένο
θα έχουν πληροφορήσει
θα έχουν πληροφορημένο
θα έχει πληροφορηθεί
θα είναι πληροφορημένος, -η, -ο
θα έχουν πληροφορηθεί
θα είναι πληροφορημένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να πληροφορώ να πληροφορούμε να πληροφορούμαι να πληροφορούμαστε
να πληροφορείς να πληροφορείτε να πληροφορείσαι να πληροφορείστε
να πληροφορεί να πληροφορούν(ε) να πληροφορείται να πληροφορούνται
Aorist να πληροφορήσω να πληροφορήσουμε, να πληροφορήσομε να πληροφορηθώ να πληροφορηθούμε
να πληροφορήσεις να πληροφορήσετε να πληροφορηθείς να πληροφορηθείτε
να πληροφορήσει να πληροφορήσουν(ε) να πληροφορηθεί να πληροφορηθούν(ε)
Perf να έχω πληροφορήσει
να έχω πληροφορημένο
να έχουμε πληροφορήσει
να έχουμε πληροφορημένο
να έχω πληροφορηθεί
να είμαι πληροφορημένος, -η
να έχουμε πληροφορηθεί
να είμαστε πληροφορημένοι, -ες
να έχεις πληροφορήσει
να έχεις πληροφορημένο
να έχετε πληροφορήσει
να έχετε πληροφορημένο
να έχεις πληροφορηθεί
να είσαι πληροφορημένος, -η
να έχετε πληροφορηθεί
να είστε πληροφορημένοι, -ες
να έχει πληροφορήσει
να έχει πληροφορημένο
να έχουν πληροφορήσει
να έχουν πληροφορημένο
να έχει πληροφορηθεί
να είναι πληροφορημένος, -η, -ο
να έχουν πληροφορηθεί
να είναι πληροφορημένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres πληροφορείτε πληροφορείστε
Aorist πληροφόρησε πληροφορήστε, πληροφορήσετε πληροφορήσου πληροφορηθείτε
Part
iciple
Pres πληροφορώντας
Perf έχοντας πληροφορήσει, έχοντας πληροφορημένο πληροφορημένος, -η, -ο πληροφορημένοι, -ες, -α
Infin Aorist πληροφορήσει πληροφορηθεί