ΠΛΗΡΩ
I fulfill
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
πληρώ πληρούμε πληρούμαι πληρούμαστε, πληρούμεθα
πληροίς πληροίτε πληρούσαι πληρούστε, πληρούσθε
πληροί πληρούν(ε) πληρούται πληρούνται
Imper
fect
πληρούσα πληρούσαμε πληρούμουν πληρούμαστε
πληρούσες πληρούσατε
πληρούσε πληρούσαν(ε) πληρούνταν, επληρούτο πληρούνταν, επληρούντο
Fut
ure
Cont
inuous
θα πληρώ θα πληρούμε θα πληρούμαι θα πληρούμαστε, θα πληρούμεθα
θα πληροίς θα πληροίτε θα πληρούσαι θα πληρούστε, θα πληρούσθε
θα πληροί θα πληρούν(ε) θα πληρούται θα πληρούνται
SUB
JUNC
TIVE
Pres
ent
να πληρώ να πληρούμε να πληρούμαι να πληρούμαστε, να πληρούμεθα
να πληροίς να πληροίτε να πληρούσαι να πληρούστε, να πληρούσθε
να πληροί να πληρούν(ε) να πληρούται να πληρούνται
Imper
ative
Pres πληροίτε
Part
iciple
Pres πληρώντας πληρούμενος