ΠΑΡΑΤΩ
I abandon
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
παρατάω, παρατώ παρατάμε, παρατούμε παρατιέμαι παρατιόμαστε
παρατάς παρατάτε παρατιέσαι παρατιέστε, παρατιόσαστε
παρατάει, παρατά παρατάν(ε), παρατούν(ε) παρατιέται παρατιούνται, παρατιόνται
Imper
fect
παρατούσα, παράταγα παρατούσαμε, παρατάγαμε παρατιόμουν(α) παρατιόμαστε, παρατιόμασταν
παρατούσες, παράταγες παρατούσατε, παρατάγατε παρατιόσουν(α) παρατιόσαστε, παρατιόσασταν
παρατούσε, παράταγε παρατούσαν(ε), παράταγαν, παρατάγανε παρατιόταν(ε) παρατιόνταν(ε), παρατιούνταν, παρατιόντουσαν
Aorist παράτησα παρατήσαμε παρατήθηκα παρατηθήκαμε
παράτησες παρατήσατε παρατήθηκες παρατηθήκατε
παράτησε παράτησαν, παρατήσαν(ε) παρατήθηκε παρατήθηκαν, παρατηθήκαν(ε)
Perf
ect
έχω παρατήσει
έχω παρατημένο
έχουμε παρατήσει
έχουμε παρατημένο
έχω παρατηθεί
είμαι παρατημένος, -η
έχουμε παρατηθεί
είμαστε παρατημένοι, -ες
έχεις παρατήσει
έχεις παρατημένο
έχετε παρατήσει
έχετε παρατημένο
έχεις παρατηθεί
είσαι παρατημένος, -η
έχετε παρατηθεί
είστε παρατημένοι, -ες
έχει παρατήσει
έχει παρατημένο
έχουν παρατήσει
έχουν παρατημένο
έχει παρατηθεί
είναι παρατημένος, -η, -ο
έχουν παρατηθεί
είναι παρατημένοι, -ες, -α
Plu
perf
ect
είχα παρατήσει
είχα παρατημένο
είχαμε παρατήσει
είχαμε παρατημένο
είχα παρατηθεί
ήμουν παρατημένος, -η
είχαμε παρατηθεί
ήμαστε παρατημένοι, -ες
είχες παρατήσει
είχες παρατημένο
είχατε παρατήσει
είχατε παρατημένο
είχες παρατηθεί
ήσουν παρατημένος, -η
είχατε παρατηθεί
ήσαστε παρατημένοι, -ες
είχε παρατήσει
είχε παρατημένο
είχαν παρατήσει
είχαν παρατημένο
είχε παρατηθεί
ήταν παρατημένος, -η, -ο
είχαν παρατηθεί
ήταν παρατημένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα παρατάω, θα παρατώ θα παρατάμε, θα παρατούμε θα παρατιέμαι θα παρατιόμαστε
θα παρατάς θα παρατάτε θα παρατιέσαι θα παρατιέστε, θα παρατιόσαστε
θα παρατάει, θα παρατά θα παρατάν(ε), θα παρατούν(ε) θα παρατιέται θα παρατιούνται, θα παρατιόνται
Simp
Fut
θα παρατήσω θα παρατήσουμε, θα παρατήσομε θα παρατηθώ θα παρατηθούμε
θα παρατήσεις θα παρατήσετε θα παρατηθείς θα παρατηθείτε
θα παρατήσει θα παρατήσουν(ε) θα παρατηθεί θα παρατηθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω παρατήσει
θα έχω παρατημένο
θα έχουμε παρατήσει
θα έχουμε παρατημένο
θα έχω παρατηθεί
θα είμαι παρατημένος, -η
θα έχουμε παρατηθεί
θα είμαστε παρατημένοι, -ες
θα έχεις παρατήσει
θα έχεις παρατημένο
θα έχετε παρατήσει
θα έχετε παρατημένο
θα έχεις παρατηθεί
θα είσαι παρατημένος, -η
θα έχετε παρατηθεί
θα είστε παρατημένοι, -ες
θα έχει παρατήσει
θα έχει παρατημένο
θα έχουν παρατήσει
θα έχουν παρατημένο
θα έχει παρατηθεί
θα είναι παρατημένος, -η, -ο
θα έχουν παρατηθεί
θα είναι παρατημένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να παρατάω, να παρατώ να παρατάμε, να παρατούμε να παρατιέμαι να παρατιόμαστε
να παρατάς να παρατάτε να παρατιέσαι να παρατιέστε, να παρατιόσαστε
να παρατάει, να παρατά να παρατάν(ε), να παρατούν(ε) να παρατιέται να παρατιούνται, να παρατιόνται
Aorist να παρατήσω να παρατήσουμε, να παρατήσομε να παρατηθώ να παρατηθούμε
να παρατήσεις να παρατήσετε να παρατηθείς να παρατηθείτε
να παρατήσει να παρατήσουν(ε) να παρατηθεί να παρατηθούν(ε)
Perf να έχω παρατήσει
να έχω παρατημένο
να έχουμε παρατήσει
να έχουμε παρατημένο
να έχω παρατηθεί
να είμαι παρατημένος, -η
να έχουμε παρατηθεί
να είμαστε παρατημένοι, -ες
να έχεις παρατήσει
να έχεις παρατημένο
να έχετε παρατήσει
να έχετε παρατημένο
να έχεις παρατηθεί
να είσαι παρατημένος, -η
να έχετε παρατηθεί
να είστε παρατημένοι, -η
να έχει παρατήσει
να έχει παρατημένο
να έχουν παρατήσει
να έχουν παρατημένο
να έχει παρατηθεί
να είναι παρατημένος, -η, -ο
να έχουν παρατηθεί
να είναι παρατημένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres παράτα, παράταγε παρατάτε παρατιέστε
Aorist παράτησε, παράτα παρατήστε παρατήσου παρατηθείτε
Part
iciple
Pres παρατώντας
Perf έχοντας παρατήσει, έχοντας παρατημένο παρατημένος, -η, -ο παρατημένοι, -ες, -α
Infin Aorist παρατήσει παρατηθεί