ΠΑΡΑΤΕΙΝΩ
I prolong
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
παρατείνω παρατείνουμε, παρατείνομε παρατείνομαι παρατεινόμαστε
παρατείνεις παρατείνετε παρατείνεσαι παρατείνεστε, παρατεινόσαστε
παρατείνει παρατείνουν(ε) παρατείνεται παρατείνονται
Imper
fect
παρέτεινα παρατείναμε παρατεινόμουν(α) παρατεινόμαστε
παρέτεινες παρατείνατε παρατεινόσουν(α) παρατεινόσαστε
παρέτεινε παρέτειναν, παρατείναν(ε) παρατεινόταν(ε) παρατείνονταν
Aorist παρέτεινα παρατείναμε παρατάθηκα παραταθήκαμε
παρέτεινες παρατείνατε παρατάθηκες παραταθήκατε
παρέτεινε παρέτειναν, παρατείναν(ε) παρατάθηκε παρατάθηκαν, παραταθήκαν(ε)
Per
fect
έχω παρατείνει έχουμε παρατείνει έχω παραταθεί έχουμε παραταθεί
έχεις παρατείνει έχετε παρατείνει έχεις παραταθεί έχετε παραταθεί
έχει παρατείνει έχουν παρατείνει έχει παραταθεί έχουν παραταθεί
Plu
per
fect
είχα παρατείνει είχαμε παρατείνει είχα παραταθεί είχαμε παραταθεί
είχες παρατείνει είχατε παρατείνει είχες παραταθεί είχατε παραταθεί
είχε παρατείνει είχαν παρατείνει είχε παραταθεί είχαν παραταθεί
Fut
ure
Cont
inuous
θα παρατείνω θα παρατείνουμε, θα παρατείνομε θα παρατείνομαι θα παρατεινόμαστε
θα παρατείνεις θα παρατείνετε θα παρατείνεσαι θα παρατείνεστε, θα παρατεινόσαστε
θα παρατείνει θα παρατείνουν(ε) θα παρατείνεται θα παρατείνονται
Simp
Fut
θα παρατείνω θα παρατείνουμε, θα παρατείνομε θα παραταθώ θα παραταθούμε
θα παρατείνεις θα παρατείνετε θα παραταθείς θα παραταθείτε
θα παρατείνει θα παρατείνουν(ε) θα παραταθεί θα παραταθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω παρατείνει θα έχουμε παρατείνει θα έχω παραταθεί θα έχουμε παραταθεί
θα έχεις παρατείνει θα έχετε παρατείνει θα έχεις παραταθεί θα έχετε παραταθεί
θα έχει παρατείνει θα έχουν παρατείνει θα έχει παραταθεί θα έχουν παραταθεί
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να παρατείνω να παρατείνουμε, να παρατείνομε να παρατείνομαι να παρατεινόμαστε
να παρατείνεις να παρατείνετε να παρατείνεσαι να παρατείνεστε, να παρατεινόσαστε
να παρατείνει να παρατείνουν(ε) να παρατείνεται να παρατείνονται
Aorist να παρατείνω να παρατείνουμε, να παρατείνομε να παραταθώ να παραταθούμε
να παρατείνεις να παρατείνετε να παραταθείς να παραταθείτε
να παρατείνει να παρατείνουν(ε) να παραταθεί να παραταθούν(ε)
Perf να έχω παρατείνει να έχουμε παρατείνει να έχω παραταθεί να έχουμε παραταθεί
να έχεις παρατείνει να έχετε παρατείνει να έχεις παραταθεί να έχετε παραταθεί
να έχει παρατείνει να έχουν παρατείνει να έχει παραταθεί να έχουν παραταθεί
Imper
ative
Pres παρατείνε παρατείνετε παρατείνεστε
Aorist παρατείνε παρατείνετε παραταθείτε
Part
iciple
Pres παρατείνοντας παρατεινόμενος
Perf έχοντας παρατείνει παρατεταμένος, -η, -ο παρατεταμένοι, -ες, -α
Infin Aorist παρατείνει παραταθεί