ΟΡΜΩ
I dash
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
ορμάω, ορμώ ορμάμε, ορμούμε
ορμάς ορμάτε
ορμάει, ορμά ορμάν(ε), ορμούν(ε)
Imper
fect
ορμούσα, όρμαγα ορμούσαμε, ορμάγαμε
ορμούσες, όρμαγες ορμούσατε, ορμάγατε
ορμούσε, όρμαγε ορμούσαν(ε), όρμαγαν, ορμάγανε
Aorist όρμηξα ορμήξαμε
όρμηξες ορμήξατε
όρμηξε όρμηξαν, ορμήξαν(ε)
Perf
ect
έχω ορμήξει έχουμε ορμήξει
έχεις ορμήξει έχετε ορμήξει
έχει ορμήξει έχουν ορμήξει
Plu
perf
ect
είχα ορμήξει είχαμε ορμήξει
είχες ορμήξει είχατε ορμήξει
είχε ορμήξει είχαν ορμήξει
Fut
ure
Cont
inuous
θα ορμάω, θα ορμώ θα ορμάμε, θα ορμούμε
θα ορμάς θα ορμάτε
θα ορμάει, θα ορμά θα ορμάν(ε), θα ορμούν(ε)
Simp
Fut
θα ορμήξω θα ορμήξουμε, θα ορμήξομε
θα ορμήξεις θα ορμήξετε
θα ορμήξει θα ορμήξουν(ε)
Fut
Perf
θα έχω ορμήξει θα έχουμε ορμήξει
θα έχεις ορμήξει θα έχετε ορμήξει
θα έχει ορμήξει θα έχουν ορμήξει
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να ορμάω, να ορμώ να ορμάμε, να ορμούμε
να ορμάς να ορμάτε
να ορμάει, να ορμά να ορμάν(ε), να ορμούν(ε)
Aorist να ορμήξω να ορμήξουμε, να ορμήξομε
να ορμήξεις να ορμήξετε
να ορμήξει να ορμήξουν(ε)
Perf να έχω ορμήξει να έχουμε ορμήξει
να έχεις ορμήξει να έχετε ορμήξει
να έχει ορμήξει να έχουν ορμήξει
Imper
ative
Pres όρμα, όρμαγε ορμάτε
Aorist όρμηξε, όρμα ορμήξτε, ορμήχτε
Part
iciple
Pres ορμώντας
Perf έχοντας ορμήξει
Infin Aorist ορμήξει