ΝΥΣΤΑΖΩ
I am sleepy
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
νυστάζω νυστάζουμε, νυστάζομε
νυστάζεις νυστάζετε
νυστάζει νυστάζουν(ε)
Imper
fect
νύσταζα νυστάζαμε
νύσταζες νυστάζατε
νύσταζε νύσταζαν, νυστάζαν(ε)
Aorist νύσταξα νυστάξαμε
νύσταξες νυστάξατε
νύσταξε νύσταξαν, νυστάξαν(ε)
Per
fect
έχω νυστάξει έχουμε νυστάξει
έχεις νυστάξει έχετε νυστάξει
έχει νυστάξει έχουν νυστάξει
Plu
per
fect
είχα νυστάξει είχαμε νυστάξει
είχες νυστάξει είχατε νυστάξει
είχε νυστάξει είχαν νυστάξει
Fut
ure
Cont
inuous
θα νυστάζω θα νυστάζουμε, θα νυστάζομε
θα νυστάζεις θα νυστάζετε
θα νυστάζει θα νυστάζουν(ε)
Simp
Fut
θα νυστάξω θα νυστάξουμε, θα νυστάξομε
θα νυστάξεις θα νυστάξετε
θα νυστάξει θα νυστάξουν(ε)
Fut
Perf
θα έχω νυστάξει θα έχουμε νυστάξει
θα έχεις νυστάξει θα έχετε νυστάξει
θα έχει νυστάξει θα έχουν νυστάξει
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να νυστάζω να νυστάζουμε, να νυστάζομε
να νυστάζεις να νυστάζετε
να νυστάζει να νυστάζουν(ε)
Aorist να νυστάξω να νυστάξουμε, να νυστάξομε
να νυστάξεις να νυστάξετε
να νυστάξει να νυστάξουν(ε)
Perf να έχω νυστάξει να έχουμε νυστάξει
να έχεις νυστάξει να έχετε νυστάξει
να έχει νυστάξει να έχουν νυστάξει
Imper
ative
Pres νύσταζε νυστάζετε
Aorist νύσταξε νυστάξτε, νυστάχτε
Part
iciple
Pres νυστάζοντας
Perf έχοντας νυστάξει
νυσταγμένος
Infin Aorist νυστάξει