ΝΕΥΡΙΑΖΩ
I exasperate
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
νευριάζω νευριάζουμε, νευριάζομε
νευριάζεις νευριάζετε
νευριάζει νευριάζουν(ε)
Imper
fect
νευρίαζα νευριάζαμε
νευρίαζες νευριάζατε
νευρίαζε νευρίαζαν, νευριάζαν(ε)
Aorist νευρίασα νευριάσαμε
νευρίασες νευριάσατε
νευρίασε νευρίασαν, νευριάσαν(ε)
Per
fect
έχω νευριάσει έχουμε νευριάσει
έχεις νευριάσει έχετε νευριάσει
έχει νευριάσει έχουν νευριάσει
Plu
per
fect
είχα νευριάσει είχαμε νευριάσει
είχες νευριάσει είχατε νευριάσει
είχε νευριάσει είχαν νευριάσει
Fut
ure
Cont
inuous
θα νευριάζω θα νευριάζουμε, θα νευριάζομε
θα νευριάζεις θα νευριάζετε
θα νευριάζει θα νευριάζουν(ε)
Simp
Fut
θα νευριάσω θα νευριάσουμε, θα νευριάζομε
θα νευριάσεις θα νευριάσετε
θα νευριάσει θα νευριάσουν(ε)
Fut
Perf
θα έχω νευριάσει θα έχουμε νευριάσει
θα έχεις νευριάσει θα έχετε νευριάσει
θα έχει νευριάσει θα έχουν νευριάσει
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να νευριάζω να νευριάζουμε, να νευριάζομε
να νευριάζεις να νευριάζετε
να νευριάζει να νευριάζουν(ε)
Aorist να νευριάσω να νευριάσουμε, να νευριάσομε
να νευριάσεις να νευριάσετε
να νευριάσει να νευριάσουν(ε)
Perf να έχω νευριάσει να έχουμε νευριάσει
να έχεις νευριάσει να έχετε νευριάσει
να έχει νευριάσει να έχουν νευριάσει
Imper
ative
Pres νευρίαζε νευριάζετε
Aorist νευρίασε νευριάστε
Part
iciple
Pres νευριάζοντας
Perf έχοντας νευριάσει
νευριασμένος
Infin Aorist νευριάσει