ΜΙΜΟΥΜΑΙ
I imitate
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
μιμούμαι μιμούμαστε
μιμείσαι μιμείστε
μιμείται μιμούνται
Imper
fect
μιμούμουν μιμούμαστε
μιμούνταν, μιμείτο μιμούνταν, μιμούντο
Aorist μιμήθηκα μιμηθήκαμε
μιμήθηκες μιμηθήκατε
μιμήθηκε μιμήθηκαν, μιμηθήκαν(ε)
Perf
ect
έχω μιμηθεί έχουμε μιμηθεί
έχεις μιμηθεί έχετε μιμηθεί
έχει μιμηθεί έχουν μιμηθεί
Plu
perf
ect
είχα μιμηθεί είχαμε μιμηθεί
είχες μιμηθεί είχατε μιμηθεί
είχε μιμηθεί είχαν μιμηθεί
Fut
ure
Cont
inuous
θα μιμούμαι θα μιμούμαστε
θα μιμείσαι θα μιμείστε
θα μιμείται θα μιμούνται
Simp
Fut
θα μιμηθώ θα μιμηθούμε
θα μιμηθείς θα μιμηθείτε
θα μιμηθεί θα μιμηθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω μιμηθεί θα έχουμε μιμηθεί
θα έχεις μιμηθεί θα έχετε μιμηθεί
θα έχει μιμηθεί θα έχουν μιμηθεί
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να μιμούμαι να μιμούμαστε
να μιμείσαι να μιμείστε
να μιμείται να μιμούνται
Aorist να μιμηθώ να μιμηθούμε
να μιμηθείς να μιμηθείτε
να μιμηθεί να μιμηθούν(ε)
Perf να έχω μιμηθεί να έχουμε μιμηθεί
να έχεις μιμηθεί να έχετε μιμηθεί
να έχει μιμηθεί να έχουν μιμηθεί
Imper
ative
Pres μιμείστε
Aorist μιμήσου μιμηθείτε
Part
iciple
Pres
Perf
Infin Aorist μιμηθεί