ΜΑΤΩΝΩ
I bleed
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
ματώνω ματώνουμε, ματώνομε
ματώνεις ματώνετε
ματώνει ματώνουν(ε)
Imper
fect
μάτωνα ματώναμε
μάτωνες ματώνατε
μάτωνε μάτωναν, ματώναν(ε)
Aorist μάτωσα ματώσαμε
μάτωσες ματώσατε
μάτωσε μάτωσαν, ματώσαν(ε)
Per
fect
έχω ματώσει
έχω ματωμένο
έχουμε ματώσει
έχουμε ματωμένο
έχεις ματώσει
έχεις ματωμένο
έχετε ματώσει
έχετε ματωμένο
έχει ματώσει
έχει ματωμένο
έχουν ματώσει
έχουν ματωμένο
Plu
per
fect
είχα ματώσει
είχα ματωμένο
είχαμε ματώσει
είχαμε ματωμένο
είχες ματώσει
είχες ματωμένο
είχατε ματώσει
είχατε ματωμένο
είχε ματώσει
είχε ματωμένο
είχαν ματώσει
είχαν ματωμένο
Fut
ure
Cont
inuous
θα ματώνω θα ματώνουμε, θα ματώνομε
θα ματώνεις θα ματώνετε
θα ματώνει θα ματώνουν(ε)
Simp
Fut
θα ματώσω θα ματώσουμε, θα ματώσομε
θα ματώσεις θα ματώσετε
θα ματώσει θα ματώσουν
Fut
Perf
θα έχω ματώσει
θα έχω ματωμένο
θα έχουμε ματώσει
θα έχουμε ματωμένο
θα έχεις ματώσει
θα έχεις ματωμένο
θα έχετε ματώσει
θα έχετε ματωμένο
θα έχει ματώσει
θα έχει ματωμένο
θα έχουν ματώσει
θα έχουν ματωμένο
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να ματώνω να ματώνουμε, να ματώνομε
να ματώνεις να ματώνετε
να ματώνει να ματώνουν(ε)
Aorist να ματώσω να ματώσουμε, να ματώσομε
να ματώσεις να ματώσετε
να ματώσει να ματώσουν(ε)
Perf να έχω ματώσει
να έχω ματωμένο
να έχουμε ματώσει
να έχουμε ματωμένο
να έχεις ματώσει
να έχεις ματωμένο
να έχετε ματώσει
να έχετε ματωμένο
να έχει ματώσει
να έχει ματωμένο
να έχουν ματώσει
να έχουν ματωμένο
Imper
ative
Pres μάτωνε ματώνετε
Aorist μάτωσε ματώστε, ματώσετε
Part
iciple
Pres ματώνοντας
Perf έχοντας ματώσει, έχοντας ματωμένο
Infin Aorist ματώσει