ΛΥΓΑΩ I bend |
Active | Passive | |||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
λυγάω, λυγώ, λυγίζω | λυγάμε, λυγούμε | λυγιέμαι | λυγιόμαστε |
λυγάς | λυγάτε | λυγιέσαι | λυγιέστε, λυγιόσαστε | ||
λυγάει, λυγά | λυγάν(ε), λυγούν(ε) | λυγιέται | λυγιούνται, λυγιόνται | ||
Imper fect |
λυγούσα, λύγναγα | λυγούσαμε, λυγάγαμε | λυγιόμουν(α) | λυγιόμαστε, λυγιόμασταν | |
λυγούσες, λύγναγες | λυγούσατε, λυγάγατε | λυγιόσουν(α) | λυγιόσαστε, λυγιόσασταν | ||
λυγούσε, λύγναγε | λυγούσαν(ε), λύγναγαν, λυγάγανε | λυγιόταν(ε) | λυγιόνταν(ε), λυγιούνταν, λυγιόντουσαν | ||
Aorist | λύγισα | λυγίσαμε | |||
λύγισες | λυγίσατε | ||||
λύγισε | λύγισαν, λυγίσαν(ε) | ||||
Per fect |
έχω λυγίσει έχω λυγισμένο |
έχουμε λυγίσει έχουμε λυγισμένο |
|||
έχεις λυγίσει έχεις λυγισμένο |
έχετε λυγίσει έχετε λυγισμένο |
||||
έχει λυγίσει έχει λυγισμένο |
έχουν λυγίσει έχουν λυγισμένο |
||||
Plu per fect |
είχα λυγίσει είχα λυγισμένο |
είχαμε λυγίσει είχαμε λυγισμένο |
|||
είχες λυγίσει είχες λυγισμένο |
είχατε λυγίσει είχατε λυγισμένο |
||||
είχε λυγίσει είχε λυγισμένο |
είχαν λυγίσει είχαν λυγισμένο |
||||
Fut ure Cont inuous |
θα λυγάω, θα λυγώ | θα λυγάμε, θα λυγούμε | θα λυγιέμαι | θα λυγιόμαστε | |
θα λυγάς | θα λυγάτε | θα λυγιέσαι | θα λυγιέστε, θα λυγιόσαστε | ||
θα λυγάει, θα λυγά | θα λυγάν(ε), θα λυγούν(ε) | θα λυγιέται | θα λυγιούνται, θα λυγιόνται | ||
Simp Fut |
θα λυγίσω | θα λυγίσουμε, θα λυγίζομε | |||
θα λυγίσεις | θα λυγίσετε | ||||
θα λυγίσει | θα λυγίσουν(ε) | ||||
Fut Perf |
θα έχω λυγίσει θα έχω λυγισμένο |
θα έχουμε λυγίσει θα έχουμε λυγισμένο |
|||
θα έχεις λυγίσει θα έχεις λυγισμένο |
θα έχετε λυγίσει θα έχετε λυγισμένο |
||||
θα έχει λυγίσει θα έχει λυγισμένο |
θα έχουν λυγίσει θα έχουν λυγισμένο |
||||
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να λυγάω, να λυγώ | να λυγάμε, να λυγούμε | να λυγιέμαι | να λυγιόμαστε |
να λυγάς | να λυγάτε | να λυγιέσαι | να λυγιέστε, να λυγιόσαστε | ||
να λυγάει, να λυγά | να λυγάν(ε), να λυγούν(ε) | να λυγιέται | να λυγιούνται, να λυγιόνται | ||
Aorist | να λυγίσω | να λυγίσουμε, να λυγίσομε | |||
να λυγίσεις | να λυγίσετε | ||||
να λυγίσει | να λυγίσουν(ε) | ||||
Perf | να έχω λυγίσει να έχω λυγισμένο |
να έχουμε λυγίσει να έχουμε λυγισμένο |
|||
να έχεις λυγίσει να έχεις λυγισμένο |
να έχετε λυγίσει να έχετε λυγισμένο |
||||
να έχει λυγίσει να έχει λυγισμένο |
να έχουν λυγίσει να έχουν λυγισμένο |
||||
Imper ative |
Pres | λύγνα, λύγναγε | λυγάτε | λυγίζεστε | |
Aorist | λύγισε, λύγνα | λυγίστε | |||
Part iciple |
Pres | λυγώντας | λυγιόμενος, -η, -ο | ||
Perf | έχοντας λυγίσει, έχοντας λυγισμένο | λυγισμένος, -η, -ο | λυγισμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | λυγίσει |