ΚΑΘΟΡΙΖΩ I define |
Active | Passive | |||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
καθορίζω | καθορίζουμε, καθορίζομε | καθορίζομαι | καθοριζόμαστε |
καθορίζεις | καθορίζετε | καθορίζεσαι | καθορίζεστε, καθοριζόσαστε | ||
καθορίζει | καθορίζουν(ε) | καθορίζεται | καθορίζονται | ||
Imper fect |
καθόριζα | καθορίζαμε | καθοριζόμουν(α) | καθοριζόμαστε, καθοριζόμασταν | |
καθόριζες | καθορίζατε | καθοριζόσουν(α) | καθοριζόσαστε, καθοριζόσασταν | ||
καθόριζε | καθόριζαν, καθορίζαν(ε) | καθοριζόταν(ε) | καθορίζονταν, καθοριζόντανε, καθοριζόντουσαν | ||
Aorist | καθόρισα | καθορίσαμε | καθορίστηκα | καθοριστήκαμε | |
καθόρισες | καθορίσατε | καθορίστηκες | καθοριστήκατε | ||
καθόρισε | καθόρισαν, καθορίσαν(ε) | καθορίστηκε | καθορίστηκαν, καθοριστήκαν(ε) | ||
Per fect |
έχω καθορίσει έχω καθορισμένο |
έχουμε καθορίσει έχουμε καθορισμένο |
έχω καθοριστεί είμαι καθορισμένος, -η |
έχουμε καθοριστεί είμαστε καθορισμένοι, -ες |
|
έχεις καθορίσει έχεις καθορισμένο |
έχετε καθορίσει έχετε καθορισμένο |
έχεις καθοριστεί είσαι καθορισμένος, -η |
έχετε καθοριστεί είστε καθορισμένοι, -ες |
||
έχει καθορίσει έχει καθορισμένο |
έχουν καθορίσει έχουν καθορισμένο |
έχει καθοριστεί είναι καθορισμένος, -η, -ο |
έχουν καθοριστεί είναι καθορισμένοι, -ες, -α |
||
Plu per fect |
είχα καθορίσει είχα καθορισμένο |
είχαμε καθορίσει είχαμε καθορισμένο |
είχα καθοριστεί ήμουν καθορισμένος, -η |
είχαμε καθοριστεί ήμαστε καθορισμένοι, -ες |
|
είχες καθορίσει είχες καθορισμένο |
είχατε καθορίσει είχατε καθορισμένο |
είχες καθοριστεί ήσουν καθορισμένος, -η |
είχατε καθοριστεί ήσαστε καθορισμένοι, -ες |
||
είχε καθορίσει είχε καθορισμένο |
είχαν καθορίσει είχαν καθορισμένο |
είχε καθοριστεί ήταν καθορισμένος, -η, -ο |
είχαν καθοριστεί ήταν καθορισμένοι, -ες, -α |
||
Fut ure Cont inuous |
θα καθορίζω | θα καθορίζουμε, |
θα καθορίζομαι | θα καθοριζόμαστε | |
θα καθορίζεις | θα καθορίζετε | θα καθορίζεσαι | θα καθορίζεστε, |
||
θα καθορίζει | θα καθορίζουν(ε) | θα καθορίζεται | θα καθορίζονται | ||
Simp Fut |
θα καθορίσω | θα καθορίσουμε, |
θα καθοριστώ | θα καθοριστούμε | |
θα καθορίσεις | θα καθορίσετε | θα καθοριστείς | θα καθοριστείτε | ||
θα καθορίσει | θα καθορίσουν(ε) | θα καθοριστεί | θα καθοριστούν(ε) | ||
Fut Perf |
|||||
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να καθορίζω | να καθορίζουμε, |
να καθορίζομαι | να καθοριζόμαστε |
να καθορίζεις | να καθορίζετε | να καθορίζεσαι | να καθορίζεστε, |
||
να καθορίζει | να καθορίζουν(ε) | να καθορίζεται | να καθορίζονται | ||
Aorist | να καθορίσω | να καθορίσουμε, |
να καθοριστώ | να καθοριστούμε | |
να καθορίσεις | να καθορίσετε | να καθοριστείς | να καθοριστείτε | ||
να καθορίσει | να καθορίσουν(ε) | να καθοριστεί | να καθοριστούν(ε) | ||
Perf | να έχω καθορίσει |
να έχουμε καθορίσει |
να έχω καθοριστεί |
να έχουμε καθοριστεί |
|
να έχεις καθορίσει |
να έχετε καθορίσει |
να έχεις καθοριστεί |
να έχετε καθοριστεί |
||
να έχει καθορίσει |
να έχουν καθορίσει |
να έχει καθοριστεί |
να έχουν καθοριστεί |
||
Imper ative |
Pres | καθόριζε | καθορίζετε | καθορίζεστε | |
Aorist | καθόρισε | καθορίστε | καθορίσου | καθοριστείτε | |
Part iciple |
Pres | καθορίζοντας | καθοριζόμενος | ||
Perf | έχοντας καθορίσει, έχοντας καθορισμένο | καθορισμένος, -η, -ο | καθορισμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | καθορίσει | καθοριστεί |