ΚΑΤΕΒΑΙΝΩ
I descend
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
κατεβαίνω κατεβαίνουμε, κατεβαίνομε
κατεβαίνεις κατεβαίνετε
κατεβαίνει κατεβαίνουν(ε)
Imper
fect
κατέβαινα κατεβαίναμε
κατέβαινες κατεβαίνατε
κατέβαινε κατεβαιναν, κατεβαίναν(ε)
Aorist κατέβηκα, κατέβασα κατεβήκαμε
κατέβηκες κατεβήκατε
κατέβηκε κατέβηκαν, κατεβήκαν(ε)
Per
fect
έχω κατέβει/κατεβεί
είμαι κατεβασμένος, -η
έχουμε κατέβει/κατεβεί
είμαστε κατεβασμένοι, -ες
έχεις κατέβει/κατεβεί
είσαι κατεβασμένος, -η
έχετε κατέβει/κατεβεί
είστε κατεβασμένοι, -ες
έχει κατέβει/κατεβεί
είναι κατεβασμένος, -η, -ο
έχουν κατέβει/κατεβεί
είναι κατεβασμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα κατέβει/κατεβεί
ήμουν κατεβασμένος, -η
είχαμε κατέβει/κατεβεί
ήμαστε κατεβασμένοι, -ες
είχες κατέβει/κατεβεί
ήσουν κατεβασμένος, -η
είχατε κατέβει/κατεβεί
ήσαστε κατεβασμένοι, -ες
είχε κατέβει/κατεβεί
ήταν κατεβασμένος, -η, -ο
είχαν κατέβει/κατεβεί
ήταν κατεβασμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα κατεβαίνω θα κατεβαίνουμε, θα κατεβαίνομε
θα κατεβαίνεις θα κατεβαίνετε
θα κατεβαίνει θα κατεβαίνουν(ε)
Simp
Fut
θα κατέβω, θα κατεβώ θα κατέβουμε, θα κατέβομε, θα κατεβούμε
θα κατέβεις, θα κατέβεις θα κατέβετε, θα κατεβείτε
θα κατέβει, θα κατέβει θα κατέβουν(ε), θα κατεβούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω κατέβει/κατεβεί
θα είμαι κατεβασμένος, -η
θα έχουμε κατέβει/κατεβεί
θα είμαστε κατεβασμένοι, -ες
θα έχεις κατέβει/κατεβεί
θα είσαι κατεβασμένος, -η
θα έχετε κατέβει/κατεβεί
θα είστε κατεβασμένοι, -ες
θα έχει κατέβει/κατεβεί
θα είναι κατεβασμένος, -η, -ο
θα έχουν κατέβει/κατεβεί
θα είναι κατεβασμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να κατεβαίνω να κατεβαίνουμε, να κατεβαίνομε
να κατεβαίνεις να κατεβαίνετε
να κατεβαίνει να κατεβαίνουν(ε)
Aorist να κατέβω, να κατεβώ να κατέβουμε, να κατέβομε, να κατεβούμε
να κατέβεις, να κατέβεις να κατέβειτε, να κατεβείτε
να κατέβει, να κατεβεί να κατέβουν(ε), να κατεβούν
Perf να έχω κατέβει/κατεβεί
να είμαι κατεβασμένος, -η
να έχουμε κατέβει/κατεβεί
να είμαστε κατεβασμένοι, -ες
να έχεις κατέβει/κατεβεί
να είσαι κατεβασμένος, -η
να έχετε κατέβει/κατεβεί
να είστε κατεβασμένοι, -ες
να έχει κατέβει/κατεβεί
να είναι κατεβασμένος, -η, -ο
να έχουν κατέβει/κατεβεί
να είναι κατεβασμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres κατέβαινε κατεβαίνετε
Aorist κατέβα κατεβείτε
Part
iciple
Pres κατεβαίνοντας
Perf έχοντας κατέβει/κατεβεί, όντας κατεβασμένος
Infin Aorist κατέβει/κατεβεί