ΚΑΤΑΧΡΩΜΑΙ
I abuse
Passive
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
καταχρώμαι καταχρόμαστε, καταχρώμεθα
καταχράσαι καταχράστε, καταχράσθε
καταχράται καταχρώνται
Imper
fect
καταχράτο καταχρώντο
Aorist καταχράστηκα καταχραστήκαμε
καταχράστηκες καταχραστήκατε
καταχράστηκε καταχράστηκαν, καταχραστήκανε
Perf
ect
έχω καταχραστεί έχουμε καταχραστεί
έχεις καταχραστεί έχετε καταχραστεί
έχει καταχραστεί έχουν καταχραστεί
Plu
perf
ect
είχα καταχραστεί είχαμε καταχραστεί
είχες καταχραστεί είχατε καταχραστεί
είχε καταχραστεί είχαν καταχραστεί
Fut
ure
Cont
inuous
θα καταχρώμαι θα καταχρόμαστε, θα καταχρώμεθα
θα καταχράσαι θα καταχράστε, θα καταχράσθε
θα καταχράται θα καταχρώνται
Simp
Fut
θα καταχραστώ θα καταχραστούμε
θα καταχραστείς θα καταχραστείτε
θα καταχραστεί θα καταχραστούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω καταχραστεί θα έχουμε καταχραστεί
θα έχεις καταχραστεί θα έχετε καταχραστεί
θα έχει καταχραστεί θα έχουν καταχραστεί
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να καταχρώμαι να καταχρόμαστε, να καταχρώμεθα
να καταχράσαι να καταχράστε, να καταχράσθε
να καταχράται να καταχρώνται
Aorist να καταχραστώ να καταχραστούμε
να καταχραστείς να καταχραστείτε
να καταχραστεί να καταχραστούν(ε)
Perf να έχω καταχραστεί να έχουμε καταχραστεί
να έχεις καταχραστεί να έχετε καταχραστεί
να έχει καταχραστεί να έχουν καταχραστεί
Imper
ative
Pres καταχράστε, καταχράσθε
Aorist καταχράσου καταχραστείτε
Part
iciple
Pres καταχρώμενος
Perf καταχρασμένος, -η, -ο καταχρασμένοι, -ες, -α
Infin Aorist καταχραστεί