ΕΓΓΥΩΜΑΙ
I guarantee
Passive
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
εγγυώμαι εγγυόμαστε, εγγυώμεθα
εγγυάσαι εγγυάστε, εγγυάσθε
εγγυάται εγγυώνται
Imper
fect
εγγυόμουν(α) εγγυόμαστε
εγγυόσουν(α) εγγυόσαστε
εγγυόταν(ε) εγγυόνταν(ε)
Aorist εγγυήθηκα εγγυηθήκαμε
εγγυήθηκες εγγυηθήκατε
εγγυήθηκε εγγυήθηκαν, εγγυηθήκανε
Perf
ect
έχω εγγυηθεί έχουμε εγγυηθεί
έχεις εγγυηθεί έχετε εγγυηθεί
έχει εγγυηθεί έχουν εγγυηθεί
Plu
perf
ect
είχα εγγυηθεί είχαμε εγγυηθεί
είχες εγγυηθεί είχατε εγγυηθεί
είχε εγγυηθεί είχαν εγγυηθεί
Fut
ure
Cont
inuous
θα εγγυώμαι θα εγγυόμαστε, θα εγγυώμεθα
θα εγγυάσαι θα εγγυάστε, θα εγγυάσθε
θα εγγυάται θα εγγυώνται
Simp
Fut
θα εγγυηθώ θα εγγυηθούμε
θα εγγυηθείς θα εγγυηθείτε
θα εγγυηθεί θα εγγυηθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω εγγυηθεί θα έχουμε εγγυηθεί
θα έχεις εγγυηθεί θα έχετε εγγυηθεί
θα έχει εγγυηθεί θα έχουν εγγυηθεί
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να εγγυώμαι να εγγυόμαστε, να εγγυώμεθα
να εγγυάσαι να εγγυάστε, να εγγυάσθε
να εγγυάται να εγγυώνται
Aorist να εγγυηθώ να εγγυηθούμε
να εγγυηθείς να εγγυηθείτε
να εγγυηθεί να εγγυηθούν(ε)
Perf να έχω εγγυηθεί να έχουμε εγγυηθεί
να έχεις εγγυηθεί να έχετε εγγυηθεί
να έχει εγγυηθεί να έχουν εγγυηθεί
Imper
ative
Pres εγγυάστε, εγγυάσθε
Aorist εγγυήσου εγγυηθείτε
Part
iciple
Pres εγγυώμενος
Perf εγγυημένος, -η, -ο εγγυημένοι, -ες, -α
Infin Aorist εγγυηθεί