ΕΓΕΙΡΩ
I erect
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
εγείρω εγείρουμε, εγείρομε
εγείρεις εγείρετε
εγείρει εγείρουν(ε)
Imper
fect
ήγειρα, έγειρα εγείραμε
ήγειρες, έγειρες εγείρατε
ήγειρε, έγειρε ήγειραν, εγείραν(ε)
Fut
ure
Cont
inuous
θα εγείρω θα εγείρουμε, θα εγείρομε
θα εγείρεις θα εγείρετε
θα εγείρει θα εγείρουν(ε)
SUB
JUNC
TIVE
Pres
ent
να εγείρω να εγείρουμε, να εγείρομε
να εγείρεις να εγείρετε
να εγείρει να εγείρουν(ε)
Imper
ative
Pres έγειρε εγείρετε
Part
iciple
Pres εγείροντας