ΔΙΕΡΕΥΝΩ
I investigate
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
διερευνώ διερευνούμε, διερευνάμε διερευνώμαι διερευνόμαστε, διερευνώμεθα
διερευνάς διερευνάτε διερευνάσαι διερευνάστε, διερευνάσθε
διερευνά, διερευνάει διερευνούν(ε), διερευνάν(ε) διερευνάται διερευνώνται
Imper
fect
διερευνούσα διερευνούσαμε
διερευνούσες διερευνούσατε
διερευνούσε διερευνούσαν(ε) διερωτάτο διερωτώντο
Aorist διερεύνησα διερευνήσαμε διερευνήθηκα διερευνηθήκαμε
διερεύνησες διερευνήσατε διερευνήθηκες διερευνηθήκατε
διερεύνησε διερεύνησαν, διερευνήσανε διερευνήθηκε διερευνήθηκαν, διερευνηθήκανε
Perf
ect
έχω διερευνήσει έχουμε διερευνήσει έχω διερευνηθεί έχουμε διερευνηθεί
έχεις διερευνήσει έχετε διερευνήσει έχεις διερευνηθεί έχετε διερευνηθεί
έχει διερευνήσει έχουν διερευνήσει έχει διερευνηθεί έχουν διερευνηθεί
Plu
perf
ect
είχα διερευνήσει είχαμε διερευνήσει είχα διερευνηθεί είχαμε διερευνηθεί
είχες διερευνήσει είχατε διερευνήσει είχες διερευνηθεί είχατε διερευνηθεί
είχε διερευνήσει είχαν διερευνήσει είχε διερευνηθεί είχαν διερευνηθεί
Fut
ure
Cont
inuous
θα διερευνώ θα διερευνούμε θα διερευνώμαι θα διερευνούμαστε, θα διερευνώμεθα
θα διερευνάς θα διερευνάτε θα διερευνάσαι θα διερευνάστε, θα διερευνάσθε
θα διερευνά θα διερευνούν(ε) θα διερευνάται θα διερευνώνται
Simp
Fut
θα διερευνήσω θα διερευνήσουμε, θα διερευνήσομε θα διερευνηθώ θα διερευνηθούμε
θα διερευνήσεις θα διερευνήσετε θα διερευνηθείς θα διερευνηθείτε
θα διερευνήσει θα διερευνήσουν(ε) θα διερευνηθεί θα διερευνηθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω διερευνήσει θα έχουμε διερευνήσει θα έχω διερευνηθεί θα έχουμε διερευνηθεί
θα έχεις διερευνήσει θα έχετε διερευνήσει θα έχεις διερευνηθεί θα έχετε διερευνηθεί
θα έχει διερευνήσει θα έχουν διερευνήσει θα έχει διερευνηθεί θα έχουν διερευνηθεί
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να διερευνώ να διερευνούμε να διερευνώμαι να διερευνόμαστε, να διερευνώμεθα
να διερευνάς να διερευνάτε να διερευνάσαι να διερευνάστε, να διερευνάσθε
να διερευνά να διερευνούν(ε) να διερευνάται να διερευνώνται
Aorist να διερευνήσω να διερευνήσουμε, να διερευνήσομε να διερευνηθώ να διερευνηθούμε
να διερευνήσεις να διερευνήσετε να διερευνηθείς να διερευνηθείτε
να διερευνήσει να διερευνήσουν(ε) να διερευνηθεί να διερευνηθούν(ε)
Perf να έχω διερευνήσει να έχουμε διερευνήσει να έχω διερευνηθεί να έχουμε διερευνηθεί
να έχεις διερευνήσει να έχετε διερευνήσει να έχεις διερευνηθεί να έχετε διερευνηθεί
να έχει διερευνήσει να έχουν διερευνήσει να έχει διερευνηθεί να έχουν διερευνηθεί
Imper
ative
Pres διερευνάτε διερευνάστε, διερευνάσθε
Aorist ανάκτησε διερευνήστε, διερευνήσετε διερευνήσου διερευνηθείτε
Part
iciple
Pres διερευνώντας
Perf έχοντας διερευνήσει
Infin Aorist διερευνήσει διερευνηθεί