ΔΙΑΤΥΠΩΝΩ
I express
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
διατυπώνω διατυπώνουμε, διατυπώνομε διατυπώνομαι διατυπωνόμαστε
διατυπώνεις διατυπώνετε διατυπώνεσαι διατυπώνεστε, διατυπωνόσαστε
διατυπώνει διατυπώνουν(ε) διατυπώνεται διατυπώνονται
Imper
fect
διατύπωνα διατυπώναμε διατυπωνόμουν(α) διατυπωνόμαστε, διατυπωνόμασταν
διατύπωνες διατυπώνατε διατυπωνόσουν(α) διατυπωνόσαστε, διατυπωνόσασταν
διατύπωνε διατύπωναν, διατυπώναν(ε) διατυπωνόταν(ε) διατυπώνονταν, διατυπωνόντανε, διατυπωνόντουσαν
Aorist διατύπωσα διατυπώσαμε διατυπώθηκα διατυπωθήκαμε
διατύπωσες διατυπώσατε διατυπώθηκες διατυπωθήκατε
διατύπωσε διατύπωσαν, διατυπώσαν(ε) διατυπώθηκε διατυπώθηκαν, διατυπωθήκαν(ε)
Per
fect
έχω διατυπώσει
έχω διατυπωμένο
έχουμε διατυπώσει
έχουμε διατυπωμένο
έχω διατυπωθεί
είμαι διατυπωμένος, -η
έχουμε διατυπωθεί
είμαστε διατυπωμένοι, -ες
έχεις διατυπώσει
έχεις διατυπωμένο
έχετε διατυπώσει
έχετε διατυπωμένο
έχεις διατυπωθεί
είσαι διατυπωμένος, -η
έχετε διατυπωθεί
είστε διατυπωμένοι, -ες
έχει διατυπώσει
έχει διατυπωμένο
έχουν διατυπώσει
έχουν διατυπωμένο
έχει διατυπωθεί
είναι διατυπωμένος, -η, -ο
έχουν διατυπωθεί
είναι διατυπωμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα διατυπώσει
είχα διατυπωμένο
είχαμε διατυπώσει
είχαμε διατυπωμένο
είχα διατυπωθεί
ήμουν διατυπωμένος, -η
είχαμε διατυπωθεί
ήμαστε διατυπωμένοι, -ες
είχες διατυπώσει
είχες διατυπωμένο
είχατε διατυπώσει
είχατε διατυπωμένο
είχες διατυπωθεί
ήσουν διατυπωμένος, -η
είχατε διατυπωθεί
ήσαστε διατυπωμένοι, -ες
είχε διατυπώσει
είχε διατυπωμένο
είχαν διατυπώσει
είχαν διατυπωμένο
είχε διατυπωθεί
ήταν διατυπωμένος, -η, -ο
είχαν διατυπωθεί
ήταν διατυπωμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα διατυπώνω θα διατυπώνουμε, θα διατυπώνομε θα διατυπώνομαι θα διατυπωνόμαστε
θα διατυπώνεις θα διατυπώνετε θα διατυπώνεσαι θα διατυπώνεστε, θα διατυπωνόσαστε
θα διατυπώνει θα διατυπώνουν(ε) θα διατυπώνεται θα διατυπώνονται
Simp
Fut
θα διατυπώσω θα διατυπώσουμε, θα διατυπώσομε θα διατυπωθώ θα διατυπωθούμε
θα διατυπώσεις θα διατυπώσετε θα διατυπωθείς θα διατυπωθείτε
θα διατυπώσει θα διατυπώσουν θα διατυπωθεί θα διατυπωθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω διατυπώσει
θα έχω διατυπωμένο
θα έχουμε διατυπώσει
θα έχουμε διατυπωμένο
θα έχω διατυπωθεί
θα είμαι διατυπωμένος, -η
θα έχουμε διατυπωθεί
θα είμαστε διατυπωμένοι, -ες
θα έχεις διατυπώσει
θα έχεις διατυπωμένο
θα έχετε διατυπώσει
θα έχετε διατυπωμένο
θα έχεις διατυπωθεί
θα είσαι διατυπωμένος, -η
θα έχετε διατυπωθεί
θα είστε διατυπωμένοι, -ες
θα έχει διατυπώσει
θα έχει διατυπωμένο
θα έχουν διατυπώσει
θα έχουν διατυπωμένο
θα έχει διατυπωθεί
θα είναι διατυπωμένος, -η, -ο
θα έχουν διατυπωθεί
θα είναι διατυπωμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να διατυπώνω να διατυπώνουμε, να διατυπώνομε να διατυπώνομαι να διατυπωνόμαστε
να διατυπώνεις να διατυπώνετε να διατυπώνεσαι να διατυπώνεστε, να διατυπωνόσαστε
να διατυπώνει να διατυπώνουν(ε) να διατυπώνεται να διατυπώνονται
Aorist να διατυπώσω να διατυπώσουμε, να διατυπώσομε να διατυπωθώ να διατυπωθούμε
να διατυπώσεις να διατυπώσετε να διατυπωθείς να διατυπωθείτε
να διατυπώσει να διατυπώσουν(ε) να διατυπωθεί να διατυπωθούν(ε)
Perf να έχω διατυπώσει
να έχω διατυπωμένο
να έχουμε διατυπώσει
να έχουμε διατυπωμένο
να έχω διατυπωθεί
να είμαι διατυπωμένος, -η
να έχουμε διατυπωθεί
να είμαστε διατυπωμένοι, -ες
να έχεις διατυπώσει
να έχεις διατυπωμένο
να έχετε διατυπώσει
να έχετε διατυπωμένο
να έχεις διατυπωθεί
να είσαι διατυπωμένος, -η
να έχετε διατυπωθεί
να είστε διατυπωμένοι, -ες
να έχει διατυπώσει
να έχει διατυπωμένο
να έχουν διατυπώσει
να έχουν διατυπωμένο
να έχει διατυπωθεί
να είναι διατυπωμένος, -η, -ο
να έχουν διατυπωθεί
να είναι διατυπωμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres διατύπωνε διατυπώνετε διατυπώνεστε
Aorist διατύπωσε διατυπώστε, διατυπώσετε διατυπώσου διατυπωθείτε
Part
iciple
Pres διατυπώνοντας
Perf έχοντας διατυπώσει, έχοντας διατυπωμένο διατυπωμένος, -η, -ο διατυπωμένοι, -ες, -α
Infin Aorist διατυπώσει διατυπωθεί