ΔΙΑΘΛΩ
I refract
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
διαθλώ διαθλούμε διαθλώμαι διαθλόμαστε, διαθλώμεθα
διαθλάς διαθλάτε διαθλάσαι διαθλάστε, διαθλάσθε
διαθλά διαθλούν(ε) διαθλάται διαθλώνται
Imper
fect
διαθλούσα διαθλούσαμε
διαθλούσες διαθλούσατε
διαθλούσε διαθλούσαν(ε) διαθλάτο διαθλώντο
Aorist διέθλασα διαθλάσαμε διαθλάστηκα διαθλαστήκαμε
διέθλασες διαθλάσατε διαθλάστηκες διαθλαστήκατε
διέθλασε διέθλασαν, διαθλάσανε διαθλάστηκε διαθλάστηκαν, διαθλαστήκανε
Perf
ect
έχω διαθλάσει έχουμε διαθλάσει έχω διαθλαστεί έχουμε διαθλαστεί
έχεις διαθλάσει έχετε διαθλάσει έχεις διαθλαστεί έχετε διαθλαστεί
έχει διαθλάσει έχουν διαθλάσει έχει διαθλαστεί έχουν διαθλαστεί
Plu
perf
ect
είχα διαθλάσει είχαμε διαθλάσει είχα διαθλαστεί είχαμε διαθλαστεί
είχες διαθλάσει είχατε διαθλάσει είχες διαθλαστεί είχατε διαθλαστεί
είχε διαθλάσει είχαν διαθλάσει είχε διαθλαστεί είχαν διαθλαστεί
Fut
ure
Cont
inuous
θα διαθλώ θα διαθλούμε θα διαθλώμαι θα διαθλόμαστε, θα διαθλώμεθα
θα διαθλάς θα διαθλάτε θα διαθλάσαι θα διαθλάστε, θα διαθλάσθε
θα διαθλά θα διαθλούν(ε) θα διαθλάται θα διαθλώνται
Simp
Fut
θα διαθλάσω θα διαθλάσουμε, θα διαθλάσομε θα διαθλαστώ θα διαθλαστούμε
θα διαθλάσεις θα διαθλάσετε θα διαθλαστείς θα διαθλαστείτε
θα διαθλάσει θα διαθλάσουν(ε) θα διαθλαστεί θα διαθλαστούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω διαθλάσει θα έχουμε διαθλάσει θα έχω διαθλαστεί θα έχουμε διαθλαστεί
θα έχεις διαθλάσει θα έχετε διαθλάσει θα έχεις διαθλαστεί θα έχετε διαθλαστεί
θα έχει διαθλάσει θα έχουν διαθλάσει θα έχει διαθλαστεί θα έχουν διαθλαστεί
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να διαθλώ να διαθλούμε να διαθλώμαι να διαθλόμαστε, να διαθλώμεθα
να διαθλάς να διαθλάτε να διαθλάσαι να διαθλάστε, να διαθλάσθε
να διαθλά να διαθλούν(ε) να διαθλάται να διαθλώνται
Aorist να διαθλάσω να διαθλάσουμε, να διαθλάσομε να διαθλαστώ να διαθλαστούμε
να διαθλάσεις να διαθλάσετε να διαθλαστείς να διαθλαστείτε
να διαθλάσει να διαθλάσουν(ε) να διαθλαστεί να διαθλαστούν(ε)
Perf να έχω διαθλάσει να έχουμε διαθλάσει να έχω διαθλαστεί να έχουμε διαθλαστεί
να έχεις διαθλάσει να έχετε διαθλάσει να έχεις διαθλαστεί να έχετε διαθλαστεί
να έχει διαθλάσει να έχουν διαθλάσει να έχει διαθλαστεί να έχουν διαθλαστεί
Imper
ative
Pres διαθλάτε διαθλάστε, διαθλάσθε
Aorist διέθλασε διαθλάστε, διαθλάσετε διαθλάσου διαθλαστείτε
Part
iciple
Pres διαθλώντας διαθλώμενος
Perf έχοντας διαθλάσει
Infin Aorist διαθλάσει διαθλαστεί