ΔΙΑΒΑΖΩ
I read
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
διαβάζω διαβάζουμε, διαβάζομε διαβάζομαι διαβαζόμαστε
διαβάζεις διαβάζετε διαβάζεσαι διαβάζεστε, διαβαζόσαστε
διαβάζει διαβάζουν(ε) διαβάζεται διαβάζονται
Imper
fect
διάβαζα διαβάζαμε διαβαζόμουν(α) διαβαζόμαστε, διαβαζόμασταν
διάβαζες διαβάζατε διαβαζόσουν(α) διαβαζόσαστε, διαβαζόσασταν
διάβαζε διάβαζαν, διαβάζαν(ε) διαβαζόταν(ε) διαβάζονταν, διαβαζόντανε, διαβαζόντουσαν
Aorist διάβασα διαβάσαμε διαβάστηκα διαβαστήκαμε
διάβασες διαβάσατε διαβάστηκες διαβαστήκατε
διάβασε διάβασαν, διαβάσαν(ε) διαβάστηκε διαβάστηκαν, διαβαστήκαν(ε)
Per
fect
έχω διαβάσει
έχω διαβασμένο
έχουμε διαβάσει
έχουμε διαβασμένο
έχω διαβαστεί
είμαι διαβασμένος, -η
έχουμε διαβαστεί
είμαστε διαβασμένοι, -ες
έχεις διαβάσει
έχεις διαβασμένο
έχετε διαβάσει
έχετε διαβασμένο
έχεις διαβαστεί
είσαι διαβασμένος, -η
έχετε διαβαστεί
είστε διαβασμένοι, -ες
έχει διαβάσει
έχει διαβασμένο
έχουν διαβάσει
έχουν διαβασμένο
έχει διαβαστεί
είναι διαβασμένος, -η, -ο
έχουν διαβαστεί
είναι διαβασμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα διαβάσει
είχα διαβασμένο
είχαμε διαβάσει
είχαμε διαβασμένο
είχα διαβαστεί
ήμουν διαβασμένος, -η
είχαμε διαβαστεί
ήμαστε διαβασμένοι, -ες
είχες διαβάσει
είχες διαβασμένο
είχατε διαβάσει
είχατε διαβασμένο
είχες διαβαστεί
ήσουν διαβασμένος, -η
είχατε διαβαστεί
ήσαστε διαβασμένοι, -ες
είχε διαβάσει
είχε διαβασμένο
είχαν διαβάσει
είχαν διαβασμένο
είχε διαβαστεί
ήταν διαβασμένος, -η, -ο
είχαν διαβαστεί
ήταν διαβασμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα διαβάζω θα διαβάζουμε, θα διαβάζομε θα διαβάζομαι θα διαβαζόμαστε
θα διαβάζεις θα διαβάζετε θα διαβάζεσαι θα διαβάζεστε, θα διαβαζόσαστε
θα διαβάζει θα διαβάζουν(ε) θα διαβάζεται θα διαβάζονται
Simp
Fut
θα διαβάσω θα διαβάσουμε, θα διαβάσομε θα διαβαστώ θα διαβαστούμε
θα διαβάσεις θα διαβάσετε θα διαβαστείς θα διαβαστείτε
θα διαβάσει θα διαβάσουν(ε) θα διαβαστεί θα διαβαστούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω διαβάσει
θα έχω διαβασμένο
θα έχουμε διαβάσει
θα έχουμε διαβασμένο
θα έχω διαβαστεί
θα είμαι διαβασμένος, -η
θα έχουμε διαβαστεί
θα είμαστε διαβασμένοι, -ες
θα έχεις διαβάσει
θα έχεις διαβασμένο
θα έχετε διαβάσει
θα έχετε διαβασμένο
θα έχεις διαβαστεί
θα είσαι διαβασμένος, -η
θα έχετε διαβαστεί
θα είστε διαβασμένοι, -ες
θα έχει διαβάσει
θα έχει διαβασμένο
θα έχουν διαβάσει
θα έχουν διαβασμένο
θα έχει διαβαστεί
θα είναι διαβασμένος, -η, -ο
θα έχουν διαβαστεί
θα είναι διαβασμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να διαβάζω να διαβάζουμε, να διαβάζομε να διαβάζομαι να διαβαζόμαστε
να διαβάζεις να διαβάζετε να διαβάζεσαι να διαβάζεστε, να διαβαζόσαστε
να διαβάζει να διαβάζουν(ε) να διαβάζεται να διαβάζονται
Aorist να διαβάσω να διαβάσουμε, να διαβάσομε να διαβαστώ να διαβαστούμε
να διαβάσεις να διαβάσετε να διαβαστείς να διαβαστείτε
να διαβάσει να διαβάσουν να διαβαστεί να διαβαστούν(ε)
Perf να έχω διαβάσει
να έχω διαβασμένο
να έχουμε διαβάσει
να έχουμε διαβασμένο
να έχω διαβαστεί
να είμαι διαβασμένος, -η
να έχουμε διαβαστεί
να είμαστε διαβασμένοι, -ες
να έχεις διαβάσει
να έχεις διαβασμένο
να έχετε διαβάσει
να έχετε διαβασμένο
να έχεις διαβαστεί
να είσαι διαβασμένος, -η
να έχετε διαβαστεί
να είστε διαβασμένοι, -ες
να έχει διαβάσει
να έχει διαβασμένο
να έχουν διαβάσει
να έχουν διαβασμένο
να έχει διαβαστεί
να είναι διαβασμένος, -η, -ο
να έχουν διαβαστεί
να είναι διαβασμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres διάβαζε διαβάζετε διαβάζεστε
Aorist διάβασε διαβάστε διαβάσου διαβαστείτε
Part
iciple
Pres διαβάζοντας διαβαζόμενος
Perf έχοντας διαβάσει, έχοντας διαβασμένο διαβασμένος, -η, -ο διαβασμένοι, -ες, -α
Infin Aorist διαβάσει διαβαστεί