ΒΑΡΥΝΩ I weigh down |
Active |
Passive |
Singular |
Plural |
Singular |
Plural |
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
βαρύνω |
βαρύνουμε, βαρύνομε |
βαρύνομαι |
βαρυνόμαστε |
βαρύνεις |
βαρύνετε |
βαρύνεσαι |
βαρύνεστε, βαρυνόσαστε |
βαρύνει |
βαρύνουν(ε) |
βαρύνεται |
βαρύνονται |
Imper fect |
βάρυνα |
βαρύναμε |
βαρυνόμουν(α) |
βαρυνόμαστε, βαρυνόμασταν |
βάρυνες |
βαρύνατε |
βαρυνόσουν(α) |
βαρυνόσαστε, βαρυνόσασταν |
βάρυνε |
βάρυναν, βαρύναν(ε) |
βαρυνόταν(ε) |
βαρύνονταν, βαρυνόντανε, βαρυνόντουσαν |
Aorist |
βάρυνα |
βαρύναμε |
βαρύνθηκα |
βαρυνθήκαμε |
βάρυνες |
βαρύνατε |
βαρύνθηκες |
βαρυνθήκατε |
βάρυνε |
βάρυναν, βαρύναν(ε) |
βαρύνθηκε |
βαρύνθηκαν, βαρυνθήκαν(ε) |
Per fect |
έχω βαρύνει
έχω βεβαρυμένο |
έχουμε βαρύνει
έχουμε βεβαρυμένο |
έχω βαρυνθεί
είμαι βεβαρυμένος, -η |
έχουμε βαρυνθεί
είμαστε βεβαρυμένοι, -ες |
έχεις βαρύνει
έχεις βεβαρυμένο |
έχετε βαρύνει
έχετε βεβαρυμένο |
έχεις βαρυνθεί
είσαι βεβαρυμένος, -η |
έχετε βαρυνθεί
είστε βεβαρυμένοι, -ες |
έχει βαρύνει
έχει βεβαρυμένο |
έχουν βαρύνει
έχουν βεβαρυμένο |
έχει βαρυνθεί
είναι βεβαρυμένος, -η, -ο |
έχουν βαρυνθεί
είναι βεβαρυμένοι, -ες, -α |
Plu per fect |
είχα βαρύνει
είχα βεβαρυμένο |
είχαμε βαρύνει
είχαμε βεβαρυμένο |
είχα βαρυνθεί
ήμουν βεβαρυμένος, -η |
είχαμε βαρυνθεί
ήμαστε βεβαρυμένοι, -ες |
είχες βαρύνει
είχες βεβαρυμένο |
είχατε βαρύνει
είχατε βεβαρυμένο |
είχες βαρυνθεί
ήσουν βεβαρυμένος, -η |
είχατε βαρυνθεί
ήσαστε βεβαρυμένοι, -ες |
είχε βαρύνει
είχε βεβαρυμένο |
είχαν βαρύνει
είχαν βεβαρυμένο |
είχε βαρυνθεί
ήταν βεβαρυμένος, -η, -ο |
είχαν βαρυνθεί
ήταν βεβαρυμένοι, -ες, -α |
Fut ure Cont inuous |
θα βαρύνω |
θα βαρύνουμε, θα βαρύνομε |
θα βαρύνομαι |
θα βαρυνόμαστε |
θα βαρύνεις |
θα βαρύνετε |
θα βαρύνεσαι |
θα βαρύνεστε, θα βαρυνόσαστε |
θα βαρύνει |
θα βαρύνουν(ε) |
θα βαρύνεται |
θα βαρύνονται |
Simp Fut |
θα βαρύνω |
θα βαρύνουμε, θα βαρύνομε |
θα βαρυνθώ |
θα βαρυνθούμε |
θα βαρύνεις |
θα βαρύνετε |
θα βαρυνθείς |
θα βαρυνθείτε |
θα βαρύνει |
θα βαρύνουν(ε) |
θα βαρυνθεί |
θα βαρυνθούν(ε) |
Fut Perf |
θα έχω βαρύνει
θα έχω βεβαρυμένο |
θα έχουμε βαρύνει
θα έχουμε βεβαρυμένο |
θα έχω βαρυνθεί
θα είμαι βεβαρυμένος, -η |
θα έχουμε βαρυνθεί
θα είμαστε βεβαρυμένοι, -ες |
θα έχεις βαρύνει
θα έχεις βεβαρυμένο |
θα έχετε βαρύνει
θα έχετε βεβαρυμένο |
θα έχεις βαρυνθεί
θα είσαι βεβαρυμένος, -η |
θα έχετε βαρυνθεί
θα είστε βεβαρυμένοι, -ες |
θα έχει βαρύνει
θα έχει βεβαρυμένο |
θα έχουν βαρύνει
θα έχουν βεβαρυμένο |
θα έχει βαρυνθεί
θα είναι βεβαρυμένος, -η, -ο |
θα έχουν βαρυνθεί
θα είναι βεβαρυμένοι, -ες, -α |
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να βαρύνω |
να βαρύνουμε, να βαρύνομε |
να βαρύνομαι |
να βαρυνόμαστε |
να βαρύνεις |
να βαρύνετε |
να βαρύνεσαι |
να βαρύνεστε, να βαρυνόσαστε |
να βαρύνει |
να βαρύνουν(ε) |
να βαρύνεται |
να βαρύνονται |
Aorist |
να βαρύνω |
να βαρύνουμε, να βαρύνομε |
να βαρυνθώ |
να βαρυνθούμε |
να βαρύνεις |
να βαρύνετε |
να βαρυνθείς |
να βαρυνθείτε |
να βαρύνει |
να βαρύνουν(ε) |
να βαρυνθεί |
να βαρυνθούν(ε) |
Perf |
να έχω βαρύνει
να έχω βεβαρυμένο |
να έχουμε βαρύνει
να έχουμε βεβαρυμένο |
να έχω βαρυνθεί
να είμαι βεβαρυμένος, -η |
να έχουμε βαρυνθεί
να είμαστε βεβαρυμένοι, -ες |
να έχεις βαρύνει
να έχεις βεβαρυμένο |
να έχετε βαρύνει
να έχετε βεβαρυμένο |
να έχεις βαρυνθεί
να είσαι βεβαρυμένος, -η |
να έχετε βαρυνθεί
να είστε βεβαρυμένοι, -ες |
να έχει βαρύνει
να έχει βεβαρυμένο |
να έχουν βαρύνει
να έχουν βεβαρυμένο |
να έχει βαρυνθεί
να είναι βεβαρυμένος, -η, -ο |
να έχουν βαρυνθεί
να είναι βεβαρυμένοι, -ες, -α |
Imper ative |
Pres |
βάρυνε |
βαρύνετε |
|
βαρύνεστε |
Aorist |
βάρυνε |
βαρύνετε |
βαρύνσου |
βαρυνθείτε |
Part iciple |
Pres |
βαρύνοντας |
|
Perf |
έχοντας βαρύνει, έχοντας βεβαρυμένο |
βεβαρυμένος, -η, -ο |
βεβαρυμένοι, -ες, -α |
Infin |
Aorist |
βαρύνει |
βαρυνθεί |