ΑΠΟΦΑΣΙΖΩ I decide |
Active | Passive | |||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
αποφασίζω | αποφασίζουμε, αποφασίζομε | αποφασίζομαι | αποφασιζόμαστε |
αποφασίζεις | αποφασίζετε | αποφασίζεσαι | αποφασίζεστε, αποφασιζόσαστε | ||
αποφασίζει | αποφασίζουν(ε) | αποφασίζεται | αποφασίζονται | ||
Imper fect |
αποφάσιζα | αποφασίζαμε | αποφασιζόμουν(α) | αποφασιζόμαστε, αποφασιζόμασταν | |
αποφάσιζες | αποφασίζατε | αποφασιζόσουν(α) | αποφασιζόσαστε, αποφασιζόσασταν | ||
αποφάσιζε | αποφάσιζαν, αποφασίζαν(ε) | αποφασιζόταν(ε) | αποφασίζονταν, αποφασιζόντανε, αποφασιζόντουσαν | ||
Aorist | αποφάσισα | αποφασίσαμε | αποφασίστηκα | αποφασιστήκαμε | |
αποφάσισες | αποφασίσατε | αποφασίστηκες | αποφασιστήκατε | ||
αποφάσισε | αποφάσισαν, αποφασίσαν(ε) | αποφασίστηκε | αποφασίστηκαν, αποφασιστήκαν(ε) | ||
Per fect |
έχω αποφασίσει έχω αποφασισμένο |
έχουμε αποφασίσει έχουμε αποφασισμένο |
έχω αποφασιστεί είμαι αποφασισμένος, -η |
έχουμε αποφασιστεί είμαστε αποφασισμένοι, -ες |
|
έχεις αποφασίσει έχεις αποφασισμένο |
έχετε αποφασίσει έχετε αποφασισμένο |
έχεις αποφασιστεί είσαι αποφασισμένος, -η |
έχετε αποφασιστεί είστε αποφασισμένοι, -ες |
||
έχει αποφασίσει έχει αποφασισμένο |
έχουν αποφασίσει έχουν αποφασισμένο |
έχει αποφασιστεί είναι αποφασισμένος, -η, -ο |
έχουν αποφασιστεί είναι αποφασισμένοι, -ες, -α |
||
Plu per fect |
είχα αποφασίσει είχα αποφασισμένο |
είχαμε αποφασίσει είχαμε αποφασισμένο |
είχα αποφασιστεί ήμουν αποφασισμένος, -η |
είχαμε αποφασιστεί ήμαστε αποφασισμένοι, -ες |
|
είχες αποφασίσει είχες αποφασισμένο |
είχατε αποφασίσει είχατε αποφασισμένο |
είχες αποφασιστεί ήσουν αποφασισμένος, -η |
είχατε αποφασιστεί ήσαστε αποφασισμένοι, -ες |
||
είχε αποφασίσει είχε αποφασισμένο |
είχαν αποφασίσει είχαν αποφασισμένο |
είχε αποφασιστεί ήταν αποφασισμένος, -η, -ο |
είχαν αποφασιστεί ήταν αποφασισμένοι, -ες, -α |
||
Fut ure Cont inuous |
θα αποφασίζω | θα αποφασίζουμε, |
θα αποφασίζομαι | θα αποφασιζόμαστε | |
θα αποφασίζεις | θα αποφασίζετε | θα αποφασίζεσαι | θα αποφασίζεστε, |
||
θα αποφασίζει | θα αποφασίζουν(ε) | θα αποφασίζεται | θα αποφασίζονται | ||
Simp Fut |
θα αποφασίσω | θα αποφασίσουμε, |
θα αποφασιστώ | θα αποφασιστούμε | |
θα αποφασίσεις | θα αποφασίσετε | θα αποφασιστείς | θα αποφασιστείτε | ||
θα αποφασίσει | θα αποφασίσουν(ε) | θα αποφασιστεί | θα αποφασιστούν(ε) | ||
Fut Perf |
|||||
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να αποφασίζω | να αποφασίζουμε, |
να αποφασίζομαι | να αποφασιζόμαστε |
να αποφασίζεις | να αποφασίζετε | να αποφασίζεσαι | να αποφασίζεστε, |
||
να αποφασίζει | να αποφασίζουν(ε) | να αποφασίζεται | να αποφασίζονται | ||
Aorist | να αποφασίσω | να αποφασίσουμε, |
να αποφασιστώ | να αποφασιστούμε | |
να αποφασίσεις | να αποφασίσετε | να αποφασιστείς | να αποφασιστείτε | ||
να αποφασίσει | να αποφασίσουν(ε) | να αποφασιστεί | να αποφασιστούν(ε) | ||
Perf | να έχω αποφασίσει |
να έχουμε αποφασίσει |
να έχω αποφασιστεί |
να έχουμε αποφασιστεί |
|
να έχεις αποφασίσει |
να έχετε αποφασίσει |
να έχεις αποφασιστεί |
να έχετε αποφασιστεί |
||
να έχει αποφασίσει |
να έχουν αποφασίσει |
να έχει αποφασιστεί |
να έχουν αποφασιστεί |
||
Imper ative |
Pres | αποφάσιζε | αποφασίζετε | αποφασίζεστε | |
Aorist | αποφάσισε | αποφασίστε | αποφασίσου | αποφασιστείτε | |
Part iciple |
Pres | αποφασίζοντας | αποφασιζόμενος | ||
Perf | έχοντας αποφασίσει, έχοντας αποφασισμένο | αποφασισμένος, -η, -ο | αποφασισμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | αποφασίσει | αποφασιστεί |