ΑΠΕΙΛΩ I threaten |
Active |
Passive |
Singular |
Plural |
Singular |
Plural |
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
απειλώ |
απειλούμε |
απειλούμαι |
απειλούμαστε |
απειλείς |
απειλείτε |
απειλείσαι |
απειλείστε |
απειλεί |
απειλούν(ε) |
απειλείται |
απειλούνται |
Imper fect |
απειλούσα |
απειλούσαμε |
απειλούμουν |
απειλούμαστε |
απειλούσες |
απειλούσατε |
|
|
απειλούσε |
απειλούσαν(ε) |
απειλούνταν, απειλείτο |
απειλούνταν, απειλούντο |
Aorist |
απείλησα |
απειλήσαμε |
απειλήθηκα |
απειληθήκαμε |
απείλησες |
απειλήσατε |
απειλήθηκες |
απειληθήκατε |
απείλησε |
απείλησαν, απειλήσαν(ε) |
απειλήθηκε |
απειλήθηκαν, απειληθήκαν(ε) |
Perf ect |
έχω απειλήσει
έχω απειλημένο |
έχουμε απειλήσει
έχουμε απειλημένο |
έχω απειληθεί
είμαι απειλημένος, -η |
έχουμε απειληθεί
είμαστε απειλημένοι, -ες |
έχεις απειλήσει
έχεις απειλημένο |
έχετε απειλήσει
έχετε απειλημένο |
έχεις απειληθεί
είσαι απειλημένος, -η |
έχετε απειληθεί
είστε απειλημένοι, -ες |
έχει απειλήσει
έχει απειλημένο |
έχουν απειλήσει
έχουν απειλημένο |
έχει απειληθεί
είναι απειλημένος, -η, -ο |
έχουν απειληθεί
είναι απειλημένοι, -ές, -α |
Plu perf ect |
είχα απειλήσει
είχα απειλημένο |
είχαμε απειλήσει
είχαμε απειλημένο |
είχα απειληθεί
ήμουν απειλημένος, -η |
είχαμε απειληθεί
ήμαστε απειλημένοι, -ες |
είχες απειλήσει
είχες απειλημένο |
είχατε απειλήσει
είχατε απειλημένο |
είχες απειληθεί
ήσουν απειλημένος, -η |
είχατε απειληθεί
ήσαστε απειλημένοι, -ες |
είχε απειλήσει
είχε απειλημένο |
είχαν απειλήσει
είχαν απειλημένο |
είχε απειληθεί
ήταν απειλημένος, -η, -ο |
είχαν απειληθεί
ήταν απειλημένοι, -ες, -α |
Fut ure Cont inuous |
θα απειλώ |
θα απειλούμε |
θα απειλούμαι |
θα απειλούμαστε |
θα απειλείς |
θα απειλείτε |
θα απειλείσαι |
θα απειλείστε |
θα απειλεί |
θα απειλούν(ε) |
θα απειλείται |
θα απειλούνται |
Simp Fut |
θα απειλήσω |
θα απειλήσουμε |
θα απειληθώ |
θα απειληθούμε |
θα απειλήσεις |
θα απειλήσετε |
θα απειληθείς |
θα απειληθείτε |
θα απειλήσει |
θα απειλήσουν(ε) |
θα απειληθεί |
θα απειληθούν(ε) |
Fut Perf |
θα έχω απειλήσει
θα έχω απειλημένο |
θα έχουμε απειλήσει
θα έχουμε απειλημένο |
θα έχω απειληθεί
θα είμαι απειλημένος, -η |
θα έχουμε απειληθεί
θα είμαστε απειλημένοι, -ες |
θα έχεις απειλήσει
θα έχεις απειλημένο |
θα έχετε απειλήσει
θα έχετε απειλημένο |
θα έχεις απειληθεί
θα είσαι απειλημένος, -η |
θα έχετε απειληθεί
θα είστε απειλημένοι, -η |
θα έχει απειλήσει
θα έχει απειλημένο |
θα έχουν απειλήσει
θα έχουν απειλημένο |
θα έχει απειληθεί
θα είναι απειλημένος, -η, -ο |
θα έχουν απειληθεί
θα είναι απειλημένοι, -ες, -α |
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να απειλώ |
να απειλούμε |
να απειλούμαι |
να απειλούμαστε |
να απειλείς |
να απειλείτε |
να απειλείσαι |
να απειλείστε |
να απειλεί |
να απειλούν(ε) |
να απειλείται |
να απειλούνται |
Aorist |
να απειλήσω |
να απειλήσουμε, να απειλήσομε |
να απειληθώ |
να απειληθούμε |
να απειλήσεις |
να απειλήσετε |
να απειληθείς |
να απειληθείτε |
να απειλήσει |
να απειλήσουν(ε) |
να απειληθεί |
να απειληθούν(ε) |
Perf |
να έχω απειλήσει
να έχω απειλημένο |
να έχουμε απειλήσει
να έχουμε απειλημένο |
να έχω απειληθεί
να είμαι απειλημένος, -η |
να έχουμε απειληθεί
να είμαστε απειλημένοι, -ες |
να έχεις απειλήσει
να έχεις απειλημένο |
να έχετε απειλήσει
να έχετε απειλημένο |
να έχεις απειληθεί
να είσαι απειλημένος, -η |
να έχετε απειληθεί
να είστε απειλημένοι, -ες |
να έχει απειλήσει
να έχει απειλημένο |
να έχουν απειλήσει
να έχουν απειλημένο |
να έχει απειληθεί
να είναι απειλημένος, -η, -ο |
να έχουν απειληθεί
να είναι απειλημένοι, -ες, -α |
Imper ative |
Pres |
|
απειλείτε |
|
απειλείστε |
Aorist |
απείλησε |
απειλήστε, απειλήσετε |
απειλήσου |
απειληθείτε |
Part iciple |
Pres |
απειλώντας |
απειλούμενος |
Perf |
έχοντας απειλήσει, έχοντας απειλημένο |
απειλημένος, -η, -ο |
απειλημένοι, -ες, -α |
Infin |
Aorist |
απειλήσει |
απειληθεί |