ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΩ I represent |
Active |
Passive |
Singular |
Plural |
Singular |
Plural |
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
αντιπροσωπεύω |
αντιπροσωπεύουμε, αντιπροσωπεύομε |
αντιπροσωπεύομαι |
αντιπροσωπευόμαστε |
αντιπροσωπεύεις |
αντιπροσωπεύετε |
αντιπροσωπεύεσαι |
αντιπροσωπεύεστε, αντιπροσωπευόσαστε |
αντιπροσωπεύει |
αντιπροσωπεύουν(ε) |
αντιπροσωπεύεται |
αντιπροσωπεύονται |
Imper fect |
αντιπροσώπευα |
αντιπροσωπεύαμε |
αντιπροσωπευόμουν(α) |
αντιπροσωπευόμαστε |
αντιπροσώπευες |
αντιπροσωπεύατε |
αντιπροσωπευόσουν(α) |
αντιπροσωπευόσαστε |
αντιπροσώπευε |
αντιπροσώπευαν, αντιπροσωπεύαν(ε) |
αντιπροσωπευόταν(ε) |
αντιπροσωπεύονταν |
Aorist |
αντιπροσώπευσα |
αντιπροσωπεύσαμε |
αντιπροσωπεύτηκα, αντιπροσωπεύθηκα |
αντιπροσωπευτήκαμε, αντιπροσωπευθήκαμε |
αντιπροσώπευσες |
αντιπροσωπεύσατε |
αντιπροσωπεύτηκες, αντιπροσωπεύθηκες |
αντιπροσωπευτήκατε, αντιπροσωπευθήκατε |
αντιπροσώπευσε |
αντιπροσώπευσαν, αντιπροσωπεύσαν(ε) |
αντιπροσωπεύτηκε, αντιπροσωπεύθηκε |
αντιπροσωπεύτηκαν, αντιπροσωπευθήκαν(ε) |
Per fect |
έχω αντιπροσωπεύσει
έχω αντιπροσωπευμένο |
έχουμε αντιπροσωπεύσει
έχουμε αντιπροσωπευμένο |
έχω αντιπροσωπευτεί
έχω αντιπροσωπευθεί
είμαι αντιπροσωπευμένος, -η |
έχουμε αντιπροσωπευτεί
έχουμε αντιπροσωπευθεί
είμαστε αντιπροσωπευμένοι, -ες |
έχεις αντιπροσωπεύσει
έχεις αντιπροσωπευμένο |
έχετε αντιπροσωπεύσει
έχετε αντιπροσωπευμένο |
έχεις αντιπροσωπευτεί
έχεις αντιπροσωπευθεί
είσαι αντιπροσωπευμένος, -η |
έχετε αντιπροσωπευτεί
έχετε αντιπροσωπευθεί
είστε αντιπροσωπευμένοι, -ες |
έχει αντιπροσωπεύσει
έχει αντιπροσωπευμένο |
έχουν αντιπροσωπεύσει
έχουν αντιπροσωπευμένο |
έχει αντιπροσωπευτεί
έχει αντιπροσωπευθεί
είναι αντιπροσωπευμένος, -η, -ο |
έχουν αντιπροσωπευτεί
έχουν αντιπροσωπευθεί
είναι αντιπροσωπευμένοι, -ες, -α |
Plu per fect |
είχα αντιπροσωπεύσει
είχα αντιπροσωπευμένο |
είχαμε αντιπροσωπεύσει
είχαμε αντιπροσωπευμένο |
είχα αντιπροσωπευτεί
είχα αντιπροσωπευθεί
ήμουν αντιπροσωπευμένος, -η |
είχαμε αντιπροσωπευτεί
είχαμε αντιπροσωπευθεί
ήμαστε αντιπροσωπευμένοι, -ες |
είχες αντιπροσωπεύσει
είχες αντιπροσωπευμένο |
είχατε αντιπροσωπεύσει
είχατε αντιπροσωπευμένο |
είχες αντιπροσωπευτεί
είχες αντιπροσωπευθεί
ήσουν αντιπροσωπευμένος, -η |
είχατε αντιπροσωπευτεί
είχατε αντιπροσωπευθεί
ήσαστε αντιπροσωπευμένοι, -ες |
είχε αντιπροσωπεύσει
είχε αντιπροσωπευμένο |
είχαν αντιπροσωπεύσει
είχαν αντιπροσωπευμένο |
είχε αντιπροσωπευτεί
είχε αντιπροσωπευθεί
ήταν αντιπροσωπευμένος, -η, -ο |
είχαν αντιπροσωπευτεί
είχαν αντιπροσωπευθεί
ήταν αντιπροσωπευμένοι, -ες, -α |
Fut ure Cont inuous |
θα αντιπροσωπεύω |
θα αντιπροσωπεύουμε, θα αντιπροσωπεύομε |
θα αντιπροσωπεύομαι |
θα αντιπροσωπευόμαστε |
θα αντιπροσωπεύεις |
θα αντιπροσωπεύετε |
θα αντιπροσωπεύεσαι |
θα αντιπροσωπεύεστε, θα αντιπροσωπευόσαστε |
θα αντιπροσωπεύει |
θα αντιπροσωπεύουν(ε) |
θα αντιπροσωπεύεται |
θα αντιπροσωπεύονται |
Simp Fut |
θα αντιπροσωπεύσω |
θα αντιπροσωπεύσουμε, θα αντιπροσωπεύσομε |
θα αντιπροσωπευτώ, θα αντιπροσωπευθώ |
θα αντιπροσωπευτούμε, θα αντιπροσωπευθούμε |
θα αντιπροσωπεύσεις |
θα αντιπροσωπεύσετε |
θα αντιπροσωπευτείς, θα αντιπροσωπευθείς |
θα αντιπροσωπευτείτε, θα αντιπροσωπευθείτε |
θα αντιπροσωπεύσει |
θα αντιπροσωπεύσουν(ε) |
θα αντιπροσωπευτεί, θα αντιπροσωπευθεί |
θα αντιπροσωπευτούν(ε), θα αντιπροσωπευθούν(ε) |
Fut Perf |
θα έχω αντιπροσωπεύσει
θα έχω αντιπροσωπευμένο |
θα έχουμε αντιπροσωπεύσει
θα έχουμε αντιπροσωπευμένο |
θα έχω αντιπροσωπευτεί
θα έχω αντιπροσωπευθεί
θα είμαι αντιπροσωπευμένος, -η |
θα έχουμε αντιπροσωπευτεί
θα έχουμε αντιπροσωπευθεί
θα είμαστε αντιπροσωπευμένοι, -ες |
θα έχεις αντιπροσωπεύσει
θα έχεις αντιπροσωπευμένο |
θα έχετε αντιπροσωπεύσει
θα έχετε αντιπροσωπευμένο |
θα έχεις αντιπροσωπευτεί
θα έχεις αντιπροσωπευθεί
θα είσαι αντιπροσωπευμένος, -η |
θα έχετε αντιπροσωπευτεί
θα έχετε αντιπροσωπευθεί
θα είστε αντιπροσωπευμένοι, -ες |
θα έχει αντιπροσωπεύσει
θα έχει αντιπροσωπευμένο |
θα έχουν αντιπροσωπεύσει
θα έχουν αντιπροσωπευμένο |
θα έχει αντιπροσωπευτεί
θα έχει αντιπροσωπευθεί
θα είναι αντιπροσωπευμένος, -η, -ο |
θα έχουν αντιπροσωπευτεί
θα έχουν αντιπροσωπευθεί
θα είναι αντιπροσωπευμένοι, -ες, -α |
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να αντιπροσωπεύω |
να αντιπροσωπεύουμε, να αντιπροσωπεύομε |
να αντιπροσωπεύομαι |
να αντιπροσωπευόμαστε |
να αντιπροσωπεύεις |
να αντιπροσωπεύετε |
να αντιπροσωπεύεσαι |
να αντιπροσωπεύεστε, να αντιπροσωπευόσαστε |
να αντιπροσωπεύει |
να αντιπροσωπεύουν(ε) |
να αντιπροσωπεύεται |
να αντιπροσωπεύονται |
Aorist |
να αντιπροσωπεύσω |
να αντιπροσωπεύσουμε, να αντιπροσωπεύσομε |
να αντιπροσωπευτώ, να αντιπροσωπευθώ |
να αντιπροσωπευτούμε, να αντιπροσωπευθούμε |
να αντιπροσωπεύσεις |
να αντιπροσωπεύσετε |
να αντιπροσωπευτείς, να αντιπροσωπευθείς |
να αντιπροσωπευτείτε, να αντιπροσωπευθείτε |
να αντιπροσωπεύσει |
να αντιπροσωπεύσουν(ε) |
να αντιπροσωπευτεί, να αντιπροσωπευθεί |
να αντιπροσωπευτούν(ε), να αντιπροσωπευθούν(ε) |
Perf |
να έχω αντιπροσωπεύσει
να έχω αντιπροσωπευμένο |
να έχουμε αντιπροσωπεύσει
να έχουμε αντιπροσωπευμένο |
να έχω αντιπροσωπευτεί
να έχω αντιπροσωπευθεί
να είμαι αντιπροσωπευμένος, -η |
να έχουμε αντιπροσωπευτεί
να έχουμε αντιπροσωπευθεί
να είμαστε αντιπροσωπευμένοι, -ες |
να έχεις αντιπροσωπεύσει
να έχεις αντιπροσωπευμένο |
να έχετε αντιπροσωπεύσει
να έχετε αντιπροσωπευμένο |
να έχεις αντιπροσωπευτεί
να έχεις αντιπροσωπευθεί
να είσαι αντιπροσωπευμένος, -η |
να έχετε αντιπροσωπευτεί
να έχετε αντιπροσωπευθεί
να είστε αντιπροσωπευμένοι, -ες |
να έχει αντιπροσωπεύσει
να έχει αντιπροσωπευμένο |
να έχουν αντιπροσωπεύσει
να έχουν αντιπροσωπευμένο |
να έχει αντιπροσωπευτεί
να έχει αντιπροσωπευθεί
να είναι αντιπροσωπευμένος, -η, -ο |
να έχουν αντιπροσωπευτεί
να έχουν αντιπροσωπευθεί
να είναι αντιπροσωπευμένοι, -ες, -α |
Imper ative |
Pres |
αντιπροσώπευε |
αντιπροσωπεύετε |
|
αντιπροσωπεύεστε |
Aorist |
αντιπροσώπευσε |
αντιπροσωπεύστε, αντιπροσωπεύσετε |
αντιπροσωπεύσου |
αντιπροσωπευτείτε, αντιπροσωπευθείτε |
Part iciple |
Pres |
αντιπροσωπεύοντας |
αντιπροσωπευόμενος |
Perf |
έχοντας αντιπροσωπεύσει, έχοντας αντιπροσωπευμένο |
αντιπροσωπευμένος, -η, -ο |
αντιπροσωπευμένοι, -ες, -α |
Infin |
Aorist |
αντιπροσωπεύσει |
αντιπροσωπευτεί, αντιπροσωπευθεί |