ΑΦΟΜΟΙΩΝΩ I assimilate |
Active | Passive | |||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
αφομοιώνω | αφομοιώνουμε, αφομοιώνομε | αφομοιώνομαι | αφομοιωνόμαστε |
αφομοιώνεις | αφομοιώνετε | αφομοιώνεσαι | αφομοιώνεστε, αφομοιωνόσαστε | ||
αφομοιώνει | αφομοιώνουν(ε) | αφομοιώνεται | αφομοιώνονται | ||
Imper fect |
αφομοίωνα | αφομοιώναμε | αφομοιωνόμουν(α) | αφομοιωνόμαστε, αφομοιωνόμασταν | |
αφομοίωνες | αφομοιώνατε | αφομοιωνόσουν(α) | αφομοιωνόσαστε, αφομοιωνόσασταν | ||
αφομοίωνε | αφομοίωναν, αφομοιώναν(ε) | αφομοιωνόταν(ε) | αφομοιώνονταν, αφομοιωνόντανε, αφομοιωνόντουσαν | ||
Aorist | αφομοίωσα | αφομοιώσαμε | αφομοιώθηκα | αφομοιωθήκαμε | |
αφομοίωσες | αφομοιώσατε | αφομοιώθηκες | αφομοιωθήκατε | ||
αφομοίωσε | αφομοίωσαν, αφομοιώσαν(ε) | αφομοιώθηκε | αφομοιώθηκαν, αφομοιωθήκαν(ε) | ||
Per fect |
έχω αφομοιώσει έχω αφομοιωμένο |
έχουμε αφομοιώσει έχουμε αφομοιωμένο |
έχω αφομοιωθεί είμαι αφομοιωμένος, -η |
έχουμε αφομοιωθεί είμαστε αφομοιωμένοι, -ες |
|
έχεις αφομοιώσει έχεις αφομοιωμένο |
έχετε αφομοιώσει έχετε αφομοιωμένο |
έχεις αφομοιωθεί είσαι αφομοιωμένος, -η |
έχετε αφομοιωθεί είστε αφομοιωμένοι, -ες |
||
έχει αφομοιώσει έχει αφομοιωμένο |
έχουν αφομοιώσει έχουν αφομοιωμένο |
έχει αφομοιωθεί είναι αφομοιωμένος, -η, -ο |
έχουν αφομοιωθεί είναι αφομοιωμένοι, -ες, -α |
||
Plu per fect |
είχα αφομοιώσει είχα αφομοιωμένο |
είχαμε αφομοιώσει είχαμε αφομοιωμένο |
είχα αφομοιωθεί ήμουν αφομοιωμένος, -η |
είχαμε αφομοιωθεί ήμαστε αφομοιωμένοι, -ες |
|
είχες αφομοιώσει είχες αφομοιωμένο |
είχατε αφομοιώσει είχατε αφομοιωμένο |
είχες αφομοιωθεί ήσουν αφομοιωμένος, -η |
είχατε αφομοιωθεί ήσαστε αφομοιωμένοι, -ες |
||
είχε αφομοιώσει είχε αφομοιωμένο |
είχαν αφομοιώσει είχαν αφομοιωμένο |
είχε αφομοιωθεί ήταν αφομοιωμένος, -η, -ο |
είχαν αφομοιωθεί ήταν αφομοιωμένοι, -ες, -α |
||
Fut ure Cont inuous |
θα αφομοιώνω | θα αφομοιώνουμε, θα αφομοιώνομε | θα αφομοιώνομαι | θα αφομοιωνόμαστε | |
θα αφομοιώνεις | θα αφομοιώνετε | θα αφομοιώνεσαι | θα αφομοιώνεστε, θα αφομοιωνόσαστε | ||
θα αφομοιώνει | θα αφομοιώνουν(ε) | θα αφομοιώνεται | θα αφομοιώνονται | ||
Simp Fut |
θα αφομοιώσω | θα αφομοιώσουμε, θα αφομοιώσομε | θα αφομοιωθώ | θα αφομοιωθούμε | |
θα αφομοιώσεις | θα αφομοιώσετε | θα αφομοιωθείς | θα αφομοιωθείτε | ||
θα αφομοιώσει | θα αφομοιώσουν | θα αφομοιωθεί | θα αφομοιωθούν(ε) | ||
Fut Perf |
θα έχω αφομοιώσει θα έχω αφομοιωμένο |
θα έχουμε αφομοιώσει θα έχουμε αφομοιωμένο |
θα έχω αφομοιωθεί θα είμαι αφομοιωμένος, -η |
θα έχουμε αφομοιωθεί θα είμαστε αφομοιωμένοι, -ες |
|
θα έχεις αφομοιώσει θα έχεις αφομοιωμένο |
θα έχετε αφομοιώσει θα έχετε αφομοιωμένο |
θα έχεις αφομοιωθεί θα είσαι αφομοιωμένος, -η |
θα έχετε αφομοιωθεί θα είστε αφομοιωμένοι, -ες |
||
θα έχει αφομοιώσει θα έχει αφομοιωμένο |
θα έχουν αφομοιώσει θα έχουν αφομοιωμένο |
θα έχει αφομοιωθεί θα είναι αφομοιωμένος, -η, -ο |
θα έχουν αφομοιωθεί θα είναι αφομοιωμένοι, -ες, -α |
||
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να αφομοιώνω | να αφομοιώνουμε, να αφομοιώνομε | να αφομοιώνομαι | να αφομοιωνόμαστε |
να αφομοιώνεις | να αφομοιώνετε | να αφομοιώνεσαι | να αφομοιώνεστε, να αφομοιωνόσαστε | ||
να αφομοιώνει | να αφομοιώνουν(ε) | να αφομοιώνεται | να αφομοιώνονται | ||
Aorist | να αφομοιώσω | να αφομοιώσουμε, να αφομοιώσομε | να αφομοιωθώ | να αφομοιωθούμε | |
να αφομοιώσεις | να αφομοιώσετε | να αφομοιωθείς | να αφομοιωθείτε | ||
να αφομοιώσει | να αφομοιώσουν(ε) | να αφομοιωθεί | να αφομοιωθούν(ε) | ||
Perf | να έχω αφομοιώσει να έχω αφομοιωμένο |
να έχουμε αφομοιώσει να έχουμε αφομοιωμένο |
να έχω αφομοιωθεί να είμαι αφομοιωμένος, -η |
να έχουμε αφομοιωθεί να είμαστε αφομοιωμένοι, -ες |
|
να έχεις αφομοιώσει να έχεις αφομοιωμένο |
να έχετε αφομοιώσει να έχετε αφομοιωμένο |
να έχεις αφομοιωθεί να είσαι αφομοιωμένος, -η |
να έχετε αφομοιωθεί να είστε αφομοιωμένοι, -ες |
||
να έχει αφομοιώσει να έχει αφομοιωμένο |
να έχουν αφομοιώσει να έχουν αφομοιωμένο |
να έχει αφομοιωθεί να είναι αφομοιωμένος, -η, -ο |
να έχουν αφομοιωθεί να είναι αφομοιωμένοι, -ες, -α |
||
Imper ative |
Pres | αφομοίωνε | αφομοιώνετε | αφομοιώνεστε | |
Aorist | αφομοίωσε | αφομοιώστε, αφομοιώσετε | αφομοιώσου | αφομοιωθείτε | |
Part iciple |
Pres | αφομοιώνοντας | |||
Perf | έχοντας αφομοιώσει, έχοντας αφομοιωμένο | αφομοιωμένος, -η, -ο | αφομοιωμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | αφομοιώσει | αφομοιωθεί |