ΖΗΜΙΩΝΩ
I damage
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
ζημιώνω ζημιώνουμε, ζημιώνομε ζημιώνομαι ζημιωνόμαστε
ζημιώνεις ζημιώνετε ζημιώνεσαι ζημιώνεστε, ζημιωνόσαστε
ζημιώνει ζημιώνουν(ε) ζημιώνεται ζημιώνονται
Imper
fect
ζημίωνα ζημιώναμε ζημιωνόμουν(α) ζημιωνόμαστε, ζημιωνόμασταν
ζημίωνες ζημιώνατε ζημιωνόσουν(α) ζημιωνόσαστε, ζημιωνόσασταν
ζημίωνε ζημίωναν, ζημιώναν(ε) ζημιωνόταν(ε) ζημιώνονταν, ζημιωνόντανε, ζημιωνόντουσαν
Aorist ζημίωσα ζημιώσαμε ζημιώθηκα ζημιωθήκαμε
ζημίωσες ζημιώσατε ζημιώθηκες ζημιωθήκατε
ζημίωσε ζημίωσαν, ζημιώσαν(ε) ζημιώθηκε ζημιώθηκαν, ζημιωθήκαν(ε)
Per
fect
έχω ζημιώσει
έχω ζημιωμένο
έχουμε ζημιώσει
έχουμε ζημιωμένο
έχω ζημιωθεί
είμαι ζημιωμένος, -η
έχουμε ζημιωθεί
είμαστε ζημιωμένοι, -ες
έχεις ζημιώσει
έχεις ζημιωμένο
έχετε ζημιώσει
έχετε ζημιωμένο
έχεις ζημιωθεί
είσαι ζημιωμένος, -η
έχετε ζημιωθεί
είστε ζημιωμένοι, -ες
έχει ζημιώσει
έχει ζημιωμένο
έχουν ζημιώσει
έχουν ζημιωμένο
έχει ζημιωθεί
είναι ζημιωμένος, -η, -ο
έχουν ζημιωθεί
είναι ζημιωμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα ζημιώσει
είχα ζημιωμένο
είχαμε ζημιώσει
είχαμε ζημιωμένο
είχα ζημιωθεί
ήμουν ζημιωμένος, -η
είχαμε ζημιωθεί
ήμαστε ζημιωμένοι, -ες
είχες ζημιώσει
είχες ζημιωμένο
είχατε ζημιώσει
είχατε ζημιωμένο
είχες ζημιωθεί
ήσουν ζημιωμένος, -η
είχατε ζημιωθεί
ήσαστε ζημιωμένοι, -ες
είχε ζημιώσει
είχε ζημιωμένο
είχαν ζημιώσει
είχαν ζημιωμένο
είχε ζημιωθεί
ήταν ζημιωμένος, -η, -ο
είχαν ζημιωθεί
ήταν ζημιωμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα ζημιώνω θα ζημιώνουμε, θα ζημιώνομε θα ζημιώνομαι θα ζημιωνόμαστε
θα ζημιώνεις θα ζημιώνετε θα ζημιώνεσαι θα ζημιώνεστε, θα ζημιωνόσαστε
θα ζημιώνει θα ζημιώνουν(ε) θα ζημιώνεται θα ζημιώνονται
Simp
Fut
θα ζημιώσω θα ζημιώσουμε, θα ζημιώσομε θα ζημιωθώ θα ζημιωθούμε
θα ζημιώσεις θα ζημιώσετε θα ζημιωθείς θα ζημιωθείτε
θα ζημιώσει θα ζημιώσουν θα ζημιωθεί θα ζημιωθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω ζημιώσει
θα έχω ζημιωμένο
θα έχουμε ζημιώσει
θα έχουμε ζημιωμένο
θα έχω ζημιωθεί
θα είμαι ζημιωμένος, -η
θα έχουμε ζημιωθεί
θα είμαστε ζημιωμένοι, -ες
θα έχεις ζημιώσει
θα έχεις ζημιωμένο
θα έχετε ζημιώσει
θα έχετε ζημιωμένο
θα έχεις ζημιωθεί
θα είσαι ζημιωμένος, -η
θα έχετε ζημιωθεί
θα είστε ζημιωμένοι, -ες
θα έχει ζημιώσει
θα έχει ζημιωμένο
θα έχουν ζημιώσει
θα έχουν ζημιωμένο
θα έχει ζημιωθεί
θα είναι ζημιωμένος, -η, -ο
θα έχουν ζημιωθεί
θα είναι ζημιωμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να ζημιώνω να ζημιώνουμε, να ζημιώνομε να ζημιώνομαι να ζημιωνόμαστε
να ζημιώνεις να ζημιώνετε να ζημιώνεσαι να ζημιώνεστε, να ζημιωνόσαστε
να ζημιώνει να ζημιώνουν(ε) να ζημιώνεται να ζημιώνονται
Aorist να ζημιώσω να ζημιώσουμε, να ζημιώσομε να ζημιωθώ να ζημιωθούμε
να ζημιώσεις να ζημιώσετε να ζημιωθείς να ζημιωθείτε
να ζημιώσει να ζημιώσουν(ε) να ζημιωθεί να ζημιωθούν(ε)
Perf να έχω ζημιώσει
να έχω ζημιωμένο
να έχουμε ζημιώσει
να έχουμε ζημιωμένο
να έχω ζημιωθεί
να είμαι ζημιωμένος, -η
να έχουμε ζημιωθεί
να είμαστε ζημιωμένοι, -ες
να έχεις ζημιώσει
να έχεις ζημιωμένο
να έχετε ζημιώσει
να έχετε ζημιωμένο
να έχεις ζημιωθεί
να είσαι ζημιωμένος, -η
να έχετε ζημιωθεί
να είστε ζημιωμένοι, -ες
να έχει ζημιώσει
να έχει ζημιωμένο
να έχουν ζημιώσει
να έχουν ζημιωμένο
να έχει ζημιωθεί
να είναι ζημιωμένος, -η, -ο
να έχουν ζημιωθεί
να είναι ζημιωμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres ζημίωνε ζημιώνετε ζημιώνεστε
Aorist ζημίωσε ζημιώστε, ζημιώσετε ζημιώσου ζημιωθείτε
Part
iciple
Pres ζημιώνοντας
Perf έχοντας ζημιώσει, έχοντας ζημιωμένο ζημιωμένος, -η, -ο ζημιωμένοι, -ες, -α
Infin Aorist ζημιώσει ζημιωθεί