ΧΑΡΙΖΩ
Ι make gift
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
χαρίζω χαρίζουμε, χαρίζομε χαρίζομαι χαριζόμαστε
χαρίζεις χαρίζετε χαρίζεσαι χαρίζεστε, χαριζόσαστε
χαρίζει χαρίζουν(ε) χαρίζεται χαρίζονται
Imper
fect
χάριζα χαρίζαμε χαριζόμουν(α) χαριζόμαστε, χαριζόμασταν
χάριζες χαρίζατε χαριζόσουν(α) χαριζόσαστε, χαριζόσασταν
χάριζε χάριζαν, χαρίζαν(ε) χαριζόταν(ε) χαρίζονταν, χαριζόντανε, χαριζόντουσαν
Aorist χάρισα χαρίσαμε χαρίστηκα χαριστήκαμε
χάρισες χαρίσατε χαρίστηκες χαριστήκατε
χάρισε χάρισαν, χαρίσαν(ε) χαρίστηκε χαρίστηκαν, χαριστήκαν(ε)
Per
fect
έχω χαρίσει
έχω χαρισμένο
έχουμε χαρίσει
έχουμε χαρισμένο
έχω χαριστεί
είμαι χαρισμένος, -η
έχουμε χαριστεί
είμαστε χαρισμένοι, -ες
έχεις χαρίσει
έχεις χαρισμένο
έχετε χαρίσει
έχετε χαρισμένο
έχεις χαριστεί
είσαι χαρισμένος, -η
έχετε χαριστεί
είστε χαρισμένοι, -ες
έχει χαρίσει
έχει χαρισμένο
έχουν χαρίσει
έχουν χαρισμένο
έχει χαριστεί
είναι χαρισμένος, -η, -ο
έχουν χαριστεί
είναι χαρισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα χαρίσει
είχα χαρισμένο
είχαμε χαρίσει
είχαμε χαρισμένο
είχα χαριστεί
ήμουν χαρισμένος, -η
είχαμε χαριστεί
ήμαστε χαρισμένοι, -ες
είχες χαρίσει
είχες χαρισμένο
είχατε χαρίσει
είχατε χαρισμένο
είχες χαριστεί
ήσουν χαρισμένος, -η
είχατε χαριστεί
ήσαστε χαρισμένοι, -ες
είχε χαρίσει
είχε χαρισμένο
είχαν χαρίσει
είχαν χαρισμένο
είχε χαριστεί
ήταν χαρισμένος, -η, -ο
είχαν χαριστεί
ήταν χαρισμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα χαρίζω θα χαρίζουμε, θα χαρίζομε θα χαρίζομαι θα χαριζόμαστε
θα χαρίζεις θα χαρίζετε θα χαρίζεσαι θα χαρίζεστε, θα χαριζόσαστε
θα χαρίζει θα χαρίζουν(ε) θα χαρίζεται θα χαρίζονται
Simp
Fut
θα χαρίσω θα χαρίσουμε, θα χαρίζομε θα χαριστώ θα χαριστούμε
θα χαρίσεις θα χαρίσετε θα χαριστείς θα χαριστείτε
θα χαρίσει θα χαρίσουν(ε) θα χαριστεί θα χαριστούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω χαρίσει
θα έχω χαρισμένο
θα έχουμε χαρίσει
θα έχουμε χαρισμένο
θα έχω χαριστεί
θα είμαι χαρισμένος, -η
θα έχουμε χαριστεί
θα είμαστε χαρισμένοι, -ες
θα έχεις χαρίσει
θα έχεις χαρισμένο
θα έχετε χαρίσει
θα έχετε χαρισμένο
θα έχεις χαριστεί
θα είσαι χαρισμένος, -η
θα έχετε χαριστεί
θα είστε χαρισμένοι, -ες
θα έχει χαρίσει
θα έχει χαρισμένο
θα έχουν χαρίσει
θα έχουν χαρισμένο
θα έχει χαριστεί
θα είναι χαρισμένος, -η, -ο
θα έχουν χαριστεί
θα είναι χαρισμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να χαρίζω να χαρίζουμε, να χαρίζομε να χαρίζομαι να χαριζόμαστε
να χαρίζεις να χαρίζετε να χαρίζεσαι να χαρίζεστε, να χαριζόσαστε
να χαρίζει να χαρίζουν(ε) να χαρίζεται να χαρίζονται
Aorist να χαρίσω να χαρίσουμε, να χαρίσομε να χαριστώ να χαριστούμε
να χαρίσεις να χαρίσετε να χαριστείς να χαριστείτε
να χαρίσει να χαρίσουν(ε) να χαριστεί να χαριστούν(ε)
Perf να έχω χαρίσει
να έχω χαρισμένο
να έχουμε χαρίσει
να έχουμε χαρισμένο
να έχω χαριστεί
να είμαι χαρισμένος, -η
να έχουμε χαριστεί
να είμαστε χαρισμένοι, -ες
να έχεις χαρίσει
να έχεις χαρισμένο
να έχετε χαρίσει
να έχετε χαρισμένο
να έχεις χαριστεί
να είσαι χαρισμένος, -η
να έχετε χαριστεί
να είστε χαρισμένοι, -ες
να έχει χαρίσει
να έχει χαρισμένο
να έχουν χαρίσει
να έχουν χαρισμένο
να έχει χαριστεί
να είναι χαρισμένος, -η, -ο
να έχουν χαριστεί
να είναι χαρισμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres χάριζε χαρίζετε χαρίζεστε
Aorist χάρισε χαρίστε χαρίσου χαριστείτε
Part
iciple
Pres χαρίζοντας χαριζόμενος
Perf έχοντας χαρίσει, έχοντας χαρισμένο χαρισμένος, -η, -ο χαρισμένοι, -ες, -α
Infin Aorist χαρίσει χαριστεί