ΤΥΛΙΓΩ
I coil
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
τυλίγω τυλίγουμε, τυλίγομε τυλίγομαι τυλιγόμαστε
τυλίγεις τυλίγετε τυλίγεσαι τυλίγεστε, τυλιγόσαστε
τυλίγει τυλίγουν(ε) τυλίγεται τυλίγονται
Imper
fect
τύλιγα τυλίγαμε τυλιγόμουν(α) τυλιγόμαστε, τυλιγόμασταν
τύλιγες τυλίγατε τυλιγόσουν(α) τυλιγόσαστε, τυλιγόσασταν
τύλιγε τύλιγαν, τυλίγαν(ε) τυλιγόταν(ε) τυλίγονταν, τυλιγόντανε, τυλιγόντουσαν
Aorist τύλιξα τυλίξαμε τυλίχτηκα τυλιχτήκαμε
τύλιξες τυλίξατε τυλίχτηκες τυλιχτήκατε
τύλιξε τύλιξαν, τυλίξαν(ε) τυλίχτηκε τυλίχτηκαν, τυλιχτήκαν(ε)
Per
fect
έχω τυλίξει
έχω τυλιγμένο
έχουμε τυλίξει
έχουμε τυλιγμένο
έχω τυλιχτεί
είμαι τυλιγμένος, -η
έχουμε τυλιχτεί
είμαστε τυλιγμένοι, -ες
έχεις τυλίξει
έχεις τυλιγμένο
έχετε τυλίξει
έχετε τυλιγμένο
έχεις τυλιχτεί
είσαι τυλιγμένος, -η
έχετε τυλιχτεί
είστε τυλιγμένοι, -ες
έχει τυλίξει
έχει τυλιγμένο
έχουν τυλίξει
έχουν τυλιγμένο
έχει τυλιχτεί
είναι τυλιγμένος, -η, -ο
έχουν τυλιχτεί
είναι τυλιγμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα τυλίξει
είχα τυλιγμένο
είχαμε τυλίξει
είχαμε τυλιγμένο
είχα τυλιχτεί
ήμουν τυλιγμένος, -η
είχαμε τυλιχτεί
ήμαστε τυλιγμένοι, -ες
είχες τυλίξει
είχες τυλιγμένο
είχατε τυλίξει
είχατε τυλιγμένο
είχες τυλιχτεί
ήσουν τυλιγμένος, -η
είχατε τυλιχτεί
ήσαστε τυλιγμένοι, -ες
είχε τυλίξει
είχε τυλιγμένο
είχαν τυλίξει
είχαν τυλιγμένο
είχε τυλιχτεί
ήταν τυλιγμένος, -η, -ο
είχαν τυλιχτεί
ήταν τυλιγμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα τυλίγω θα τυλίγουμε, θα τυλίγομε θα τυλίγομαι θα τυλιγόμαστε
θα τυλίγεις θα τυλίγετε θα τυλίγεσαι θα τυλίγεστε, θα τυλιγόσαστε
θα τυλίγει θα τυλίγουν(ε) θα τυλίγεται θα τυλίγονται
Simp
Fut
θα τυλίξω θα τυλίξουμε, θα τυλίξομε θα τυλιχτώ θα τυλιχτούμε
θα τυλίξεις θα τυλίξετε θα τυλιχτείς θα τυλιχτείτε
θα τυλίξει θα τυλίξουν(ε) θα τυλιχτεί θα τυλιχτούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω τυλίξει
θα έχω τυλιγμένο
θα έχουμε τυλίξει
θα έχουμε τυλιγμένο
θα έχω τυλιχτεί
θα είμαι τυλιγμένος, -η
θα έχουμε τυλιχτεί
θα είμαστε τυλιγμένοι, -ες
θα έχεις τυλίξει
θα έχεις τυλιγμένο
θα έχετε τυλίξει
θα έχετε τυλιγμένο
θα έχεις τυλιχτεί
θα είσαι τυλιγμένος, -η
θα έχετε τυλιχτεί
θα είστε τυλιγμένοι, -ες
θα έχει τυλίξει
θα έχει τυλιγμένο
θα έχουν τυλίξει
θα έχουν τυλιγμένο
θα έχει τυλιχτεί
θα είναι τυλιγμένος, -η, -ο
θα έχουν τυλιχτεί
θα είναι τυλιγμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να τυλίγω να τυλίγουμε, να τυλίγομε να τυλίγομαι να τυλιγόμαστε
να τυλίγεις να τυλίγετε να τυλίγεσαι να τυλίγεστε, να τυλιγόσαστε
να τυλίγει να τυλίγουν(ε) να τυλίγεται να τυλίγονται
Aorist να τυλίξω να τυλίξουμε, να τυλίξομε να τυλιχτώ να τυλιχτούμε
να τυλίξεις να τυλίξετε να τυλιχτείς να τυλιχτείτε
να τυλίξει να τυλίξουν(ε) να τυλιχτεί να τυλιχτούν(ε)
Perf να έχω τυλίξει
να έχω τυλιγμένο
να έχουμε τυλίξει
να έχουμε τυλιγμένο
να έχω τυλιχτεί
να είμαι τυλιγμένος, -η
να έχουμε τυλιχτεί
να είμαστε τυλιγμένοι, -ες
να έχεις τυλίξει
να έχεις τυλιγμένο
να έχετε τυλίξει
να έχετε τυλιγμένο
να έχεις τυλιχτεί
να είσαι τυλιγμένος, -η
να έχετε τυλιχτεί
να είστε τυλιγμένοι, -ες
να έχει τυλίξει
να έχει τυλιγμένο
να έχουν τυλίξει
να έχουν τυλιγμένο
να έχει τυλιχτεί
να είναι τυλιγμένος, -η, -ο
να έχουν τυλιχτεί
να είναι τυλιγμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres τύλιγε τυλίγετε τυλίγεστε
Aorist τύλιξε τυλίξτε, τυλίχτε τυλίξου τυλιχτείτε
Part
iciple
Pres τυλίγοντας
Perf έχοντας τυλίξει, έχοντας τυλιγμένο τυλιγμένος, -η, -ο τυλιγμένοι, -ες, -α
Infin Aorist τυλίξει τυλιχτεί