ΤΕΝΤΩΝΩ
I stretch
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
τεντώνω τεντώνουμε, τεντώνομε τεντώνομαι τεντωνόμαστε
τεντώνεις τεντώνετε τεντώνεσαι τεντώνεστε, τεντωνόσαστε
τεντώνει τεντώνουν(ε) τεντώνεται τεντώνονται
Imper
fect
τέντωνα τεντώναμε τεντωνόμουν(α) τεντωνόμαστε, τεντωνόμασταν
τέντωνες τεντώνατε τεντωνόσουν(α) τεντωνόσαστε, τεντωνόσασταν
τέντωνε τέντωναν, τεντώναν(ε) τεντωνόταν(ε) τεντώνονταν, τεντωνόντανε, τεντωνόντουσαν
Aorist τέντωσα τεντώσαμε τεντώθηκα τεντωθήκαμε
τέντωσες τεντώσατε τεντώθηκες τεντωθήκατε
τέντωσε τέντωσαν, τεντώσαν(ε) τεντώθηκε τεντώθηκαν, τεντωθήκαν(ε)
Per
fect
έχω τεντώσει
έχω τεντωμένο
έχουμε τεντώσει
έχουμε τεντωμένο
έχω τεντωθεί
είμαι τεντωμένος, -η
έχουμε τεντωθεί
είμαστε τεντωμένοι, -ες
έχεις τεντώσει
έχεις τεντωμένο
έχετε τεντώσει
έχετε τεντωμένο
έχεις τεντωθεί
είσαι τεντωμένος, -η
έχετε τεντωθεί
είστε τεντωμένοι, -ες
έχει τεντώσει
έχει τεντωμένο
έχουν τεντώσει
έχουν τεντωμένο
έχει τεντωθεί
είναι τεντωμένος, -η, -ο
έχουν τεντωθεί
είναι τεντωμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα τεντώσει
είχα τεντωμένο
είχαμε τεντώσει
είχαμε τεντωμένο
είχα τεντωθεί
ήμουν τεντωμένος, -η
είχαμε τεντωθεί
ήμαστε τεντωμένοι, -ες
είχες τεντώσει
είχες τεντωμένο
είχατε τεντώσει
είχατε τεντωμένο
είχες τεντωθεί
ήσουν τεντωμένος, -η
είχατε τεντωθεί
ήσαστε τεντωμένοι, -ες
είχε τεντώσει
είχε τεντωμένο
είχαν τεντώσει
είχαν τεντωμένο
είχε τεντωθεί
ήταν τεντωμένος, -η, -ο
είχαν τεντωθεί
ήταν τεντωμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα τεντώνω θα τεντώνουμε, θα τεντώνομε θα τεντώνομαι θα τεντωνόμαστε
θα τεντώνεις θα τεντώνετε θα τεντώνεσαι θα τεντώνεστε, θα τεντωνόσαστε
θα τεντώνει θα τεντώνουν(ε) θα τεντώνεται θα τεντώνονται
Simp
Fut
θα τεντώσω θα τεντώσουμε, θα τεντώσομε θα τεντωθώ θα τεντωθούμε
θα τεντώσεις θα τεντώσετε θα τεντωθείς θα τεντωθείτε
θα τεντώσει θα τεντώσουν θα τεντωθεί θα τεντωθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω τεντώσει
θα έχω τεντωμένο
θα έχουμε τεντώσει
θα έχουμε τεντωμένο
θα έχω τεντωθεί
θα είμαι τεντωμένος, -η
θα έχουμε τεντωθεί
θα είμαστε τεντωμένοι, -ες
θα έχεις τεντώσει
θα έχεις τεντωμένο
θα έχετε τεντώσει
θα έχετε τεντωμένο
θα έχεις τεντωθεί
θα είσαι τεντωμένος, -η
θα έχετε τεντωθεί
θα είστε τεντωμένοι, -ες
θα έχει τεντώσει
θα έχει τεντωμένο
θα έχουν τεντώσει
θα έχουν τεντωμένο
θα έχει τεντωθεί
θα είναι τεντωμένος, -η, -ο
θα έχουν τεντωθεί
θα είναι τεντωμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να τεντώνω να τεντώνουμε, να τεντώνομε να τεντώνομαι να τεντωνόμαστε
να τεντώνεις να τεντώνετε να τεντώνεσαι να τεντώνεστε, να τεντωνόσαστε
να τεντώνει να τεντώνουν(ε) να τεντώνεται να τεντώνονται
Aorist να τεντώσω να τεντώσουμε, να τεντώσομε να τεντωθώ να τεντωθούμε
να τεντώσεις να τεντώσετε να τεντωθείς να τεντωθείτε
να τεντώσει να τεντώσουν(ε) να τεντωθεί να τεντωθούν(ε)
Perf να έχω τεντώσει
να έχω τεντωμένο
να έχουμε τεντώσει
να έχουμε τεντωμένο
να έχω τεντωθεί
να είμαι τεντωμένος, -η
να έχουμε τεντωθεί
να είμαστε τεντωμένοι, -ες
να έχεις τεντώσει
να έχεις τεντωμένο
να έχετε τεντώσει
να έχετε τεντωμένο
να έχεις τεντωθεί
να είσαι τεντωμένος, -η
να έχετε τεντωθεί
να είστε τεντωμένοι, -ες
να έχει τεντώσει
να έχει τεντωμένο
να έχουν τεντώσει
να έχουν τεντωμένο
να έχει τεντωθεί
να είναι τεντωμένος, -η, -ο
να έχουν τεντωθεί
να είναι τεντωμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres τέντωνε τεντώνετε τεντώνεστε
Aorist τέντωσε τεντώστε, τεντώσετε τεντώσου τεντωθείτε
Part
iciple
Pres τεντώνοντας
Perf έχοντας τεντώσει, έχοντας τεντωμένο τεντωμένος, -η, -ο τεντωμένοι, -ες, -α
Infin Aorist τεντώσει τεντωθεί