ΣΕΡΒΙΡΩ
I serve
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
σερβίρω σερβίρουμε, σερβίρομε σερβίρομαι, σερβιρίζομαι σερβιριζόμαστε
σερβίρεις σερβίρετε σερβίρεσαι, σερβιρίζεσαι σερβίρεστε, σερβιριζόσαστε
σερβίρει σερβίρουν(ε) σερβίρεται, σερβιρίζεται σερβίρονται, σερβιρίζονται
Imper
fect
σερβίριζα, σέρβιρα σερβίραμε σερβιριζόμουν(α) σερβιριζόμαστε, σερβιριζόμασταν
σερβίριζες, σέρβιρες σερβίρατε σερβιριζόσουν(α) σερβιριζόσαστε, σερβιριζόσασταν
σερβίριζε, σέρβιρε σερβίριζαν, σερβίραν(ε) σερβιριζόταν(ε) σερβίρονταν, σερβιριζόντανε, σερβιριζόντουσαν
Aorist σέρβιρα, σερβίρισα σερβίραμε σερβιρίστηκα σερβιριστήκαμε
σέρβιρες, σερβίρισες σερβίρατε σερβιρίστηκες σερβιριστήκατε
σέρβιρε, σερβίρισε σερβίραν(ε), σερβίρισαν σερβιρίστηκε σερβιρίστηκαν, σερβιριστήκαν(ε)
Per
fect
έχω σερβίρει
έχω σερβιρισμένο
έχουμε σερβίρει
έχουμε σερβιρισμένο
έχω σερβιριστεί
είμαι σερβιρισμένος, -η
έχουμε σερβιριστεί
είμαστε σερβιρισμένοι, -ες
έχεις σερβίρει
έχεις σερβιρισμένο
έχετε σερβίρει
έχετε σερβιρισμένο
έχεις σερβιριστεί
είσαι σερβιρισμένος, -η
έχετε σερβιριστεί
είστε σερβιρισμένοι, -ες
έχει σερβίρει
έχει σερβιρισμένο
έχουν σερβίρει
έχουν σερβιρισμένο
έχει σερβιριστεί
είναι σερβιρισμένος, -η, -ο
έχουν σερβιριστεί
είναι σερβιρισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα σερβίρει
είχα σερβιρισμένο
είχαμε σερβίρει
είχαμε σερβιρισμένο
είχα σερβιριστεί
ήμουν σερβιρισμένος, -η
είχαμε σερβιριστεί
ήμαστε σερβιρισμένοι, -ες
είχες σερβίρει
είχες σερβιρισμένο
είχατε σερβίρει
είχατε σερβιρισμένο
είχες σερβιριστεί
ήσουν σερβιρισμένος, -η
είχατε σερβιριστεί
ήσαστε σερβιρισμένοι, -ες
είχε σερβίρει
είχε σερβιρισμένο
είχαν σερβίρει
είχαν σερβιρισμένο
είχε σερβιριστεί
ήταν σερβιρισμένος, -η, -ο
είχαν σερβιριστεί
ήταν σερβιρισμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα σερβίρω θα σερβίρουμε, θα σερβίρομε θα σερβίρομαι θα σερβιριζόμαστε
θα σερβίρεις θα σερβίρετε θα σερβίρεσαι θα σερβίρεστε, θα σερβιριζόσαστε
θα σερβίρει θα σερβίρουν(ε) θα σερβίρεται θα σερβίρονται
Simp
Fut
θα σερβίρω θα σερβίρουμε, θα σερβίρομε θα σερβιριστώ θα σερβιριστούμε
θα σερβίρεις θα σερβίρετε θα σερβιριστείς θα σερβιριστείτε
θα σερβίρει θα σερβίρουν(ε) θα σερβιριστεί θα σερβιριστούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω σερβίρει
θα έχω σερβιρισμένο
θα έχουμε σερβίρει
θα έχουμε σερβιρισμένο
θα έχω σερβιριστεί
θα είμαι σερβιρισμένος, -η
θα έχουμε σερβιριστεί
θα είμαστε σερβιρισμένοι, -ες
θα έχεις σερβίρει
θα έχεις σερβιρισμένο
θα έχετε σερβίρει
θα έχετε σερβιρισμένο
θα έχεις σερβιριστεί
θα είσαι σερβιρισμένος, -η
θα έχετε σερβιριστεί
θα είστε σερβιρισμένοι, -ες
θα έχει σερβίρει
θα έχει σερβιρισμένο
θα έχουν σερβίρει
θα έχουν σερβιρισμένο
θα έχει σερβιριστεί
θα είναι σερβιρισμένος, -η, -ο
θα έχουν σερβιριστεί
θα είναι σερβιρισμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να σερβίρω να σερβίρουμε, να σερβίρομε να σερβίρομαι να σερβιριζόμαστε
να σερβίρεις να σερβίρετε να σερβίρεσαι να σερβίρεστε, να σερβιριζόσαστε
να σερβίρει να σερβίρουν(ε) να σερβίρεται να σερβίρονται
Aorist να σερβίρω να σερβίρουμε, να σερβίρομε να σερβιριστώ να σερβιριστούμε
να σερβίρεις να σερβίρετε να σερβιριστείς να σερβιριστείτε
να σερβίρει να σερβίρουν(ε) να σερβιριστεί να σερβιριστούν(ε)
Perf να έχω σερβίρει
να έχω σερβιρισμένο
να έχουμε σερβίρει
να έχουμε σερβιρισμένο
να έχω σερβιριστεί
να είμαι σερβιρισμένος, -η
να έχουμε σερβιριστεί
να είμαστε σερβιρισμένοι, -ες
να έχεις σερβίρει
να έχεις σερβιρισμένο
να έχετε σερβίρει
να έχετε σερβιρισμένο
να έχεις σερβιριστεί
να είσαι σερβιρισμένος, -η
να έχετε σερβιριστεί
να είστε σερβιρισμένοι, -ες
να έχει σερβίρει
να έχει σερβιρισμένο
να έχουν σερβίρει
να έχουν σερβιρισμένο
να έχει σερβιριστεί
να είναι σερβιρισμένος, -η, -ο
να έχουν σερβιριστεί
να είναι σερβιρισμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres σέρβιρε, σερβίριζε σερβίρετε σερβίρεστε
Aorist σέρβιρε, σερβίρισε σερβίρετε (σερβιρίσου) σερβιριστείτε
Part
iciple
Pres σερβίροντας
Perf έχοντας σερβίρει, έχοντας σερβιρισμένο σερβιρισμένος, -η, -ο σερβιρισμένοι, -ες, -α
Infin Aorist σερβίρει σερβιριστεί