ΣΑΠΟΥΝΙΖΩ
I soap
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
σαπουνίζω σαπουνίζουμε, σαπουνίζομε σαπουνίζομαι σαπουνιζόμαστε
σαπουνίζεις σαπουνίζετε σαπουνίζεσαι σαπουνίζεστε, σαπουνιζόσαστε
σαπουνίζει σαπουνίζουν(ε) σαπουνίζεται σαπουνίζονται
Imper
fect
σαπούνιζα σαπουνίζαμε σαπουνιζόμουν(α) σαπουνιζόμαστε, σαπουνιζόμασταν
σαπούνιζες σαπουνίζατε σαπουνιζόσουν(α) σαπουνιζόσαστε, σαπουνιζόσασταν
σαπούνιζε σαπούνιζαν, σαπουνίζαν(ε) σαπουνιζόταν(ε) σαπουνίζονταν, σαπουνιζόντανε, σαπουνιζόντουσαν
Aorist σαπούνισα σαπουνίσαμε σαπουνίστηκα σαπουνιστήκαμε
σαπούνισες σαπουνίσατε σαπουνίστηκες σαπουνιστήκατε
σαπούνισε σαπούνισαν, σαπουνίσαν(ε) σαπουνίστηκε σαπουνίστηκαν, σαπουνιστήκαν(ε)
Per
fect
έχω σαπουνίσει
έχω σαπουνισμένο
έχουμε σαπουνίσει
έχουμε σαπουνισμένο
έχω σαπουνιστεί
είμαι σαπουνισμένος, -η
έχουμε σαπουνιστεί
είμαστε σαπουνισμένοι, -ες
έχεις σαπουνίσει
έχεις σαπουνισμένο
έχετε σαπουνίσει
έχετε σαπουνισμένο
έχεις σαπουνιστεί
είσαι σαπουνισμένος, -η
έχετε σαπουνιστεί
είστε σαπουνισμένοι, -ες
έχει σαπουνίσει
έχει σαπουνισμένο
έχουν σαπουνίσει
έχουν σαπουνισμένο
έχει σαπουνιστεί
είναι σαπουνισμένος, -η, -ο
έχουν σαπουνιστεί
είναι σαπουνισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα σαπουνίσει
είχα σαπουνισμένο
είχαμε σαπουνίσει
είχαμε σαπουνισμένο
είχα σαπουνιστεί
ήμουν σαπουνισμένος, -η
είχαμε σαπουνιστεί
ήμαστε σαπουνισμένοι, -ες
είχες σαπουνίσει
είχες σαπουνισμένο
είχατε σαπουνίσει
είχατε σαπουνισμένο
είχες σαπουνιστεί
ήσουν σαπουνισμένος, -η
είχατε σαπουνιστεί
ήσαστε σαπουνισμένοι, -ες
είχε σαπουνίσει
είχε σαπουνισμένο
είχαν σαπουνίσει
είχαν σαπουνισμένο
είχε σαπουνιστεί
ήταν σαπουνισμένος, -η, -ο
είχαν σαπουνιστεί
ήταν σαπουνισμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα σαπουνίζω θα σαπουνίζουμε, θα σαπουνίζομε θα σαπουνίζομαι θα σαπουνιζόμαστε
θα σαπουνίζεις θα σαπουνίζετε θα σαπουνίζεσαι θα σαπουνίζεστε, θα σαπουνιζόσαστε
θα σαπουνίζει θα σαπουνίζουν(ε) θα σαπουνίζεται θα σαπουνίζονται
Simp
Fut
θα σαπουνίσω θα σαπουνίσουμε, θα σαπουνίζομε θα σαπουνιστώ θα σαπουνιστούμε
θα σαπουνίσεις θα σαπουνίσετε θα σαπουνιστείς θα σαπουνιστείτε
θα σαπουνίσει θα σαπουνίσουν(ε) θα σαπουνιστεί θα σαπουνιστούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω σαπουνίσει
θα έχω σαπουνισμένο
θα έχουμε σαπουνίσει
θα έχουμε σαπουνισμένο
θα έχω σαπουνιστεί
θα είμαι σαπουνισμένος, -η
θα έχουμε σαπουνιστεί
θα είμαστε σαπουνισμένοι, -ες
θα έχεις σαπουνίσει
θα έχεις σαπουνισμένο
θα έχετε σαπουνίσει
θα έχετε σαπουνισμένο
θα έχεις σαπουνιστεί
θα είσαι σαπουνισμένος, -η
θα έχετε σαπουνιστεί
θα είστε σαπουνισμένοι, -ες
θα έχει σαπουνίσει
θα έχει σαπουνισμένο
θα έχουν σαπουνίσει
θα έχουν σαπουνισμένο
θα έχει σαπουνιστεί
θα είναι σαπουνισμένος, -η, -ο
θα έχουν σαπουνιστεί
θα είναι σαπουνισμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να σαπουνίζω να σαπουνίζουμε, να σαπουνίζομε να σαπουνίζομαι να σαπουνιζόμαστε
να σαπουνίζεις να σαπουνίζετε να σαπουνίζεσαι να σαπουνίζεστε, να σαπουνιζόσαστε
να σαπουνίζει να σαπουνίζουν(ε) να σαπουνίζεται να σαπουνίζονται
Aorist να σαπουνίσω να σαπουνίσουμε, να σαπουνίσομε να σαπουνιστώ να σαπουνιστούμε
να σαπουνίσεις να σαπουνίσετε να σαπουνιστείς να σαπουνιστείτε
να σαπουνίσει να σαπουνίσουν(ε) να σαπουνιστεί να σαπουνιστούν(ε)
Perf να έχω σαπουνίσει
να έχω σαπουνισμένο
να έχουμε σαπουνίσει
να έχουμε σαπουνισμένο
να έχω σαπουνιστεί
να είμαι σαπουνισμένος, -η
να έχουμε σαπουνιστεί
να είμαστε σαπουνισμένοι, -ες
να έχεις σαπουνίσει
να έχεις σαπουνισμένο
να έχετε σαπουνίσει
να έχετε σαπουνισμένο
να έχεις σαπουνιστεί
να είσαι σαπουνισμένος, -η
να έχετε σαπουνιστεί
να είστε σαπουνισμένοι, -ες
να έχει σαπουνίσει
να έχει σαπουνισμένο
να έχουν σαπουνίσει
να έχουν σαπουνισμένο
να έχει σαπουνιστεί
να είναι σαπουνισμένος, -η, -ο
να έχουν σαπουνιστεί
να είναι σαπουνισμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres σαπούνιζε σαπουνίζετε σαπουνίζεστε
Aorist σαπούνισε σαπουνίστε σαπουνίσου σαπουνιστείτε
Part
iciple
Pres σαπουνίζοντας σαπουνιζόμενος
Perf έχοντας σαπουνίσει, έχοντας σαπουνισμένο σαπουνισμένος, -η, -ο σαπουνισμένοι, -ες, -α
Infin Aorist σαπουνίσει σαπουνιστεί