ΠΑΡΑΤΗΡΩ
I observe
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
παρατηρώ παρατηρούμε παρατηρούμαι παρατηρούμαστε
παρατηρείς παρατηρείτε παρατηρείσαι παρατηρείστε
παρατηρεί παρατηρούν(ε) παρατηρείται παρατηρούνται
Imper
fect
παρατηρούσα παρατηρούσαμε παρατηρούμουν παρατηρούμαστε
παρατηρούσες παρατηρούσατε
παρατηρούσε παρατηρούσαν(ε) παρατηρούνταν, παρατηρείτο παρατηρούνταν, παρατηρούντο
Aorist παρατήρησα παρατηρήσαμε παρατηρήθηκα παρατηρηθήκαμε
παρατήρησες παρατηρήσατε παρατηρήθηκες παρατηρηθήκατε
παρατήρησε παρατήρησαν, παρατηρήσαν(ε) παρατηρήθηκε παρατηρήθηκαν, παρατηρηθήκαν(ε)
Perf
ect
έχω παρατηρήσει
έχω παρατηρημένο
έχουμε παρατηρήσει
έχουμε παρατηρημένο
έχω παρατηρηθεί
είμαι παρατηρημένος, -η
έχουμε παρατηρηθεί
είμαστε παρατηρημένοι, -ες
έχεις παρατηρήσει
έχεις παρατηρημένο
έχετε παρατηρήσει
έχετε παρατηρημένο
έχεις παρατηρηθεί
είσαι παρατηρημένος, -η
έχετε παρατηρηθεί
είστε παρατηρημένοι, -ες
έχει παρατηρήσει
έχει παρατηρημένο
έχουν παρατηρήσει
έχουν παρατηρημένο
έχει παρατηρηθεί
είναι παρατηρημένος, -η, -ο
έχουν παρατηρηθεί
είναι παρατηρημένοι, -ές, -α
Plu
perf
ect
είχα παρατηρήσει
είχα παρατηρημένο
είχαμε παρατηρήσει
είχαμε παρατηρημένο
είχα παρατηρηθεί
ήμουν παρατηρημένος, -η
είχαμε παρατηρηθεί
ήμαστε παρατηρημένοι, -ες
είχες παρατηρήσει
είχες παρατηρημένο
είχατε παρατηρήσει
είχατε παρατηρημένο
είχες παρατηρηθεί
ήσουν παρατηρημένος, -η
είχατε παρατηρηθεί
ήσαστε παρατηρημένοι, -ες
είχε παρατηρήσει
είχε παρατηρημένο
είχαν παρατηρήσει
είχαν παρατηρημένο
είχε παρατηρηθεί
ήταν παρατηρημένος, -η, -ο
είχαν παρατηρηθεί
ήταν παρατηρημένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα παρατηρώ θα παρατηρούμε θα παρατηρούμαι θα παρατηρούμαστε
θα παρατηρείς θα παρατηρείτε θα παρατηρείσαι θα παρατηρείστε
θα παρατηρεί θα παρατηρούν(ε) θα παρατηρείται θα παρατηρούνται
Simp
Fut
θα παρατηρήσω θα παρατηρήσουμε θα παρατηρηθώ θα παρατηρηθούμε
θα παρατηρήσεις θα παρατηρήσετε θα παρατηρηθείς θα παρατηρηθείτε
θα παρατηρήσει θα παρατηρήσουν(ε) θα παρατηρηθεί θα παρατηρηθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω παρατηρήσει
θα έχω παρατηρημένο
θα έχουμε παρατηρήσει
θα έχουμε παρατηρημένο
θα έχω παρατηρηθεί
θα είμαι παρατηρημένος, -η
θα έχουμε παρατηρηθεί
θα είμαστε παρατηρημένοι, -ες
θα έχεις παρατηρήσει
θα έχεις παρατηρημένο
θα έχετε παρατηρήσει
θα έχετε παρατηρημένο
θα έχεις παρατηρηθεί
θα είσαι παρατηρημένος, -η
θα έχετε παρατηρηθεί
θα είστε παρατηρημένοι, -η
θα έχει παρατηρήσει
θα έχει παρατηρημένο
θα έχουν παρατηρήσει
θα έχουν παρατηρημένο
θα έχει παρατηρηθεί
θα είναι παρατηρημένος, -η, -ο
θα έχουν παρατηρηθεί
θα είναι παρατηρημένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να παρατηρώ να παρατηρούμε να παρατηρούμαι να παρατηρούμαστε
να παρατηρείς να παρατηρείτε να παρατηρείσαι να παρατηρείστε
να παρατηρεί να παρατηρούν(ε) να παρατηρείται να παρατηρούνται
Aorist να παρατηρήσω να παρατηρήσουμε, να παρατηρήσομε να παρατηρηθώ να παρατηρηθούμε
να παρατηρήσεις να παρατηρήσετε να παρατηρηθείς να παρατηρηθείτε
να παρατηρήσει να παρατηρήσουν(ε) να παρατηρηθεί να παρατηρηθούν(ε)
Perf να έχω παρατηρήσει
να έχω παρατηρημένο
να έχουμε παρατηρήσει
να έχουμε παρατηρημένο
να έχω παρατηρηθεί
να είμαι παρατηρημένος, -η
να έχουμε παρατηρηθεί
να είμαστε παρατηρημένοι, -ες
να έχεις παρατηρήσει
να έχεις παρατηρημένο
να έχετε παρατηρήσει
να έχετε παρατηρημένο
να έχεις παρατηρηθεί
να είσαι παρατηρημένος, -η
να έχετε παρατηρηθεί
να είστε παρατηρημένοι, -ες
να έχει παρατηρήσει
να έχει παρατηρημένο
να έχουν παρατηρήσει
να έχουν παρατηρημένο
να έχει παρατηρηθεί
να είναι παρατηρημένος, -η, -ο
να έχουν παρατηρηθεί
να είναι παρατηρημένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres παρατηρείτε παρατηρείστε
Aorist παρατήρησε παρατηρήστε, παρατηρήσετε παρατηρήσου παρατηρηθείτε
Part
iciple
Pres παρατηρώντας
Perf έχοντας παρατηρήσει, έχοντας παρατηρημένο παρατηρημένος, -η, -ο παρατηρημένοι, -ες, -α
Infin Aorist παρατηρήσει παρατηρηθεί