ΠΑΡΑΓΓΕΛΛΩ
I order
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
παραγγέλλω παραγγέλλουμε, παραγγέλλομε παραγγέλλομαι παραγγελλόμαστε
παραγγέλλεις παραγγέλλετε παραγγέλλεσαι παραγγέλλεστε, παραγγελλόσαστε
παραγγέλλει παραγγέλλουν(ε) παραγγέλλεται παραγγέλλονται
Imper
fect
παράγγελλα, παρήγγελλα παραγγέλλαμε παραγγελλόμουν(α) παραγγελλόμαστε, παραγγελλόμασταν
παράγγελλες, παρήγγελλες παραγγέλλατε παραγγελλόσουν(α) παραγγελλόσαστε, παραγγελλόσασταν
παράγγελλε, παρήγγελλε παράγγελλαν, παραγγέλλαν(ε), παρήγγελλαν παραγγελλόταν(ε) παραγγέλλονταν, παραγγελλόντανε, παραγγελλόντουσπαρ
Aorist παράγγειλα, παρήγγειλα παραγγείλαμε παραγγέλθηκα παραγγελθήκαμε
παράγγειλες, παρήγγειλες παραγγείλατε παραγγέλθηκες παραγγελθήκατε
παράγγειλε, παρήγγειλε παράγγειλαν, παραγγείλαν(ε), παρήγγειλαν παραγγέλθηκε παραγγέλθηκαν, παραγγελθήκαν(ε)
Per
fect
έχω παραγγείλει
έχω παραγγελεμένο
έχουμε παραγγείλει
έχουμε παραγγελεμένο
έχω παραγγελθεί
είμαι παραγγελεμένος, -η
έχουμε παραγγελθεί
είμαστε παραγγελεμένοι, -ες
έχεις παραγγείλει
έχεις παραγγελεμένο
έχετε παραγγείλει
έχεις παραγγελεμένο
έχεις παραγγελθεί
είσαι παραγγελεμένος, -η
έχετε παραγγελθεί
είστε παραγγελεμένοι, -ες
έχει παραγγείλει
έχει παραγγελεμένο
έχουν παραγγείλει
έχουν παραγγελεμένο
έχει παραγγελθεί
είναι παραγγελεμένος, -η, -ο
έχουν παραγγελθεί
είναι παραγγελεμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα παραγγείλει
είχα παραγγελεμένο
είχαμε παραγγείλει
είχαμε παραγγελεμένο
είχα παραγγελθεί
ήμουν παραγγελεμένος, -η
είχαμε παραγγελθεί
ήμαστε παραγγελεμένοι, -ες
είχες παραγγείλει
είχες παραγγελεμένο
είχατε παραγγείλει
είχατε παραγγελεμένο
είχες παραγγελθεί
ήσουν παραγγελεμένος, -η
είχατε παραγγελθεί
ήσαστε παραγγελεμένοι, -ες
είχε παραγγείλει
είχε παραγγελεμένο
είχαν παραγγείλει
είχαν παραγγελεμένο
είχε παραγγελθεί
ήταν παραγγελεμένος, -η, -ο
είχαν παραγγελθεί
ήταν παραγγελεμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα παραγγέλλω θα παραγγέλλουμε, θα παραγγέλλομε θα παραγγέλλομαι θα παραγγελλόμαστε
θα παραγγέλλεις θα παραγγέλλετε θα παραγγέλλεσαι θα παραγγέλλεστε, θα παραγγελλόσαστε
θα παραγγέλλει θα παραγγέλλουν(ε) θα παραγγέλλεται θα παραγγέλλονται
Simp
Fut
θα παραγγείλω θα παραγγείλουμε, θα παραγγείλομε θα παραγγελθώ θα παραγγελθούμε
θα παραγγείλεις θα παραγγείλετε θα παραγγελθείς θα παραγγελθείτε
θα παραγγείλει θα παραγγείλουν(ε) θα παραγγελθεί θα παραγγελθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω παραγγείλει
θα έχω παραγγελεμένο
θα έχουμε παραγγείλει
θα έχουμε παραγγελεμένο
θα έχω παραγγελθεί
θα είμαι παραγγελεμένος, -η
θα έχουμε παραγγελθεί
θα είμαστε παραγγελεμένοι, -ες
θα έχεις παραγγείλει
θα έχεις παραγγελεμένο
θα έχετε παραγγείλει
θα έχετε παραγγελεμένο
θα έχεις παραγγελθεί
θα είσαι παραγγελεμένος, -η
θα έχετε παραγγελθεί
θα είστε παραγγελεμένοι, -ες
θα έχει παραγγείλει
θα έχει παραγγελεμένο
θα έχουν παραγγείλει
θα έχουν παραγγελεμένο
θα έχει παραγγελθεί
θα είναι παραγγελεμένος, -η, -ο
θα έχουν παραγγελθεί
θα είναι παραγγελεμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να παραγγέλλω να παραγγέλλουμε, να παραγγέλλομε να παραγγέλλομαι να παραγγελλόμαστε
να παραγγέλλεις να παραγγέλλετε να παραγγέλλεσαι να παραγγέλλεστε, να παραγγελλόσαστε
να παραγγέλλει να παραγγέλλουν(ε) να παραγγέλλεται να παραγγέλλονται
Aorist να παραγγείλω να παραγγείλουμε, να παραγγείλομε να παραγγελθώ να παραγγελθούμε
να παραγγείλεις να παραγγείλετε να παραγγελθείς να παραγγελθείτε
να παραγγείλει να παραγγείλουν(ε) να παραγγελθεί να παραγγελθούν(ε)
Perf να έχω παραγγείλει
να έχω παραγγελεμένο
να έχουμε παραγγείλει
να έχουμε παραγγελεμένο
να έχω παραγγελθεί
να είμαι παραγγελεμένος, -η
να έχουμε παραγγελθεί
να είμαστε παραγγελεμένοι, -ες
να έχεις παραγγείλει
να έχεις παραγγελεμένο
να έχετε παραγγείλει
να έχετε παραγγελεμένο
να έχεις παραγγελθεί
να είσαι παραγγελεμένος, -η
να έχετε παραγγελθεί
να είστε παραγγελεμένοι, -ες
να έχει παραγγείλει
να έχει παραγγελεμένο
να έχουν παραγγείλει
να έχουν παραγγελεμένο
να έχει παραγγελθεί
να είναι παραγγελεμένος, -η, -ο
να έχουν παραγγελθεί
να είναι παραγγελεμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres παράγγελλε παραγγέλλετε παραγγέλλεστε
Aorist παράγγειλε παραγγείλετε, παραγγείλτε παραγγελθείτε
Part
iciple
Pres παραγγέλλοντας
Perf έχοντας παραγγείλει, έχοντας παραγγελεμένο παραγγελεμένος, -η, -ο παραγγελεμένοι, -ες, -α
Infin Aorist παραγγείλει παραγγελθεί