ΛΕΠΤΑΙΝΩ
I become thin
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
λεπταίνω λεπταίνουμε, λεπταίνομε
λεπταίνεις λεπταίνετε
λεπταίνει λεπταίνουν(ε)
Imper
fect
λέπταινα λεπταίναμε
λέπταινες λεπταίνατε
λέπταινε λέπταιναν, λεπταίναν(ε)
Aorist λέπτυνα λεπτύναμε
λέπτυνες λεπτύνατε
λέπτυνε λέπτυναν, λεπτύναν(ε)
Per
fect
έχω λεπτύνει έχουμε λεπτύνει
έχεις λεπτύνει έχετε λεπτύνει
έχει λεπτύνει έχουν λεπτύνει
Plu
per
fect
είχα λεπτύνει είχαμε λεπτύνει
είχες λεπτύνει είχατε λεπτύνει
είχε λεπτύνει είχαν λεπτύνει
Fut
ure
Cont
inuous
θα λεπταίνω θα λεπταίνουμε, θα λεπταίνομε
θα λεπταίνεις θα λεπταίνετε
θα λεπταίνει θα λεπταίνουν(ε)
Simp
Fut
θα λεπτύνω θα λεπτύνουμε, θα λεπτύνομε
θα λεπτύνεις θα λεπτύνετε
θα λεπτύνει θα λεπτύνουν(ε)
Fut
Perf
θα έχω λεπτύνει θα έχουμε λεπτύνει
θα έχεις λεπτύνει θα έχετε λεπτύνει
θα έχει λεπτύνει θα έχουν λεπτύνει
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να λεπταίνω να λεπταίνουμε, να λεπταίνομε
να λεπταίνεις να λεπταίνετε
να λεπταίνει να λεπταίνουν(ε)
Aorist να λεπτύνω να λεπτύνουμε, να λεπτύνομε
να λεπτύνεις να λεπτύνετε
να λεπτύνει να λεπτύνουν(ε)
Perf να έχω λεπτύνει να έχουμε λεπτύνει
να έχεις λεπτύνει να έχετε λεπτύνει
να έχει λεπτύνει να έχουν λεπτύνει
Imper
ative
Pres λέπταινε λεπταίνετε
Aorist λέπτυνε λεπτύνετε
Part
iciple
Pres λεπταίνοντας
Perf έχοντας λεπτύνει
Infin Aorist λεπτύνει